Σελίδες

100 χρόνια ανέσπερης μνήμης των θυμάτων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου


                                       Γράφει ο :Γιώργος Ν.Ουρσουζίδης  
Ο οφειλόμενος σεβασμός, το δικαίωμα στη μνήμη των ανθρώπων μας, που υπέστησαν τις σφαγές, το διωγμό και τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες του Πόντου, αποτελούν την ανθρώπινη υποχρέωση μας απέναντι στο άδικο και στους άταφους νεκρούς μας. 
Η αδιάλειπτη τρισχιλιετής παρουσία του Ελληνισμού στον Πόντο και η ευημερία, η προκοπή των πόλεων - πρότυπα - όπως η Τραπεζούντα, η Σαμψούντα, η Σινώπη και οι άλλες πόλεις και τα χωριά του Πόντου, με τα 1.400 σχολεία του ποντιακού ελληνισμού, με τη συμμετοχή σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία και το εμπόριο, δεν άργησαν να μπουν στο «μάτι του κυκλώνα». 
Η Ελληνική παρουσία «κρίθηκε» επιβλαβής, ο Ελληνισμός έπρεπε να εξοντωθεί, η βαρβαρότητα και ο φανατισμός κυριάρχησαν και το κακό δεν άργησε να έρθει. Στον τόπο της ευημερίας και της προόδου το αίμα χύθηκε ποτάμι, οι άνθρωποι σφαγιάστηκαν, ο τόπος γνώρισε τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του. Μέχρι σήμερα στο άκουσμα της λέξης, σφαγή, ξεριζωμός, διωγμός, αλησμόνητη πατρίδα, το μυαλό πάει στον Πόντο και τη Μικρά Ασία. 
Η νοσταλγία των παππούδων μας για τις αγαπημένες γενέθλιες πόλεις, πέρασε και σε εμάς τους νεότερους, τα ακούσματα των τραγουδιών, των αφηγήσεων, των περιγραφών των «έμορφων τόπων», δεν ήταν υπερβολές, ήταν η πραγματικότητα που διαπιστώσανε όσοι είχαν την τύχη να επισκεφτούν τα ιερά χώματα του Πόντου. 
Η σφαγή και ο διωγμός έγιναν μοιρολόγια, πονεμένα τραγούδια, η νοσταλγία έπλασε θαυμάσια την πραγματικότητα με τον μύθο, άξιοι απόγονοι των ξεριζωμένων έγραψαν έξοχους ποιητικούς λόγους. Τα υπέροχα ποιητικά λόγια και οι στίχοι, έγιναν τραγούδι στα χείλη του λαού μας. 
Χωρίς εκδικητική διάθεση, με μόνη επιθυμία και ιερό χρέος απέναντι στους άταφους νεκρούς, ο ελληνισμός ζητά μια συγνώμη και αποκατάσταση της πικρής ιστορικής αλήθειας. 
Τιμώντας έναν εξαίρετο άνθρωπο, έναν άξιο επιστήμονα, τον αείμνηστο Χρήστο Αντωνιάδη, νομίζω πως με το ποίημά του «Την πατρίδαμ’ έχασα» αποδίδει άριστα τον έντονο ψυχισμό και το συναίσθημα που κυριαρχεί στους πρόσφυγες του Πόντου, και ξέφυγε, και έγινε τραγούδι στα χείλη όλων των Ελλήνων. 

Την πατρίδαμ’ έχασα, 

άκλαψα και πόνεσα. 

Λύουμαι κι αρόθυμο, 

όι όιν’ ανασπάλω κι επορώ. 

Μίαν κι άλλο `σην ζωή μ’ 

σο πεγάδι μ’ σην αυλή μ’ 

Νέροπον ας έπινα, 

όι όι και τ’ ομμάτα μ’ έπλυνα. 

Τά ταφία μ’ έχασα 

ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα. 

Τ’ εμετέρτς αναστορώ, όι όι 

και `ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ. 


Εκκλησίας έρημα, 

μοναστήρα ακάντηλα, 

πόρτας και παράθυρα, όι όι 

επέμναν ακρόνυχτα.