Σελίδες

Οι «µπούρδες» της Ευελπίδων ,το αυγό του φιδιού και ο διαχρονικός ρόλος των σοσιαλδημοκρατών στη διαχείριση της εξουσίας .


Tο  περιστατικό στη Σχολή Ευελπίδων, όπου σε μια πρωτοφανή ενέργεια, στις 17 Νοεµβρίου ορισµένοι σπουδαστές πραγµατοποίησαν ένα «µίνι πραξικόπηµα» τραγουδώντας τον ύµνο της 21 ης Απριλίου και αµφισβητώντας τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.
 Ο αρχηγός των Ευελπίδων υπήρξε ο επικεφαλής της οµάδας που στον εορτασµό της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή αποχώρησης και παρήλασε, µαζί µε µια οµάδα, αυτοσχεδίως, τραγουδώντας το «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». 
  Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύει το σημερινό ΒΗΜΑ, στους κόλπους των Ενόπλων ∆υνάµεων επικρατεί εσχάτως αναβρασµός. Μεγάλη µερίδα αξιωµατικών, κυρίως από τα µεσαία και κατώτερα στρώµατα, εκφράζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις τη δυσαρέσκειά τους για την «επίθεση» που θεωρούν ότι δέχονται στα εισοδήµατα τους.
Σύµφωνα µε τις αποκλειστικές πληροφορίες της εφημερίδας ,η έκφραση αυτής της δυσαρέσκειας υπερβαίνει τις απλές κουβέντες στα γραφεία και στις στρατιωτικές σχολές.  Οι απόψεις αυτές φαίνεται δυστυχώς ότι έχουν απήχηση, κρίνοντας από την ενίσχυση της δύναµης της «Χρυσής Αυγής» και τον πληθωρισµό ιστοσελίδων σχετικού περιεχοµένου.
 Τι ακριβώς συνέβη; Ανήµερα της επετείου της 17ης Νοεµβρίου, το σύνολο των Ευελπίδων συγκεντρώθηκε στο κεντρικό αµφιθέατρο της Σχολής για τον καθιερωµένο ετήσιο εορτασµό. ∆ιαβάστηκε η ηµερήσια διαταγή, ενώ ακολούθησε η προβολή βίντεο για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Τα όσα ακολούθησαν, κινήθηκαν στην απολύτως αντίθετη κατεύθυνση. Μετά την αποχώρηση των αξιωµατικών, τον λόγο πήρε ο αρχηγός των Ευελπίδων . «∆ιέταξε» να κλείσουν οι πόρτες, αφού προηγουµένως ζήτησε από τους κυπρίους και αλλοδαπούς σπουδαστές να αποχωρήσουν και στη συνέχεια ανέβηκε στο βήµα. «Να κατεβεί αυτή η µπούρδα» είπε, δείχνοντας προς την εικόνα του Πολυτεχνείου που είχε µείνει στην οθόνη. Ακολούθως, κάλεσε µια οµάδα πέντε ατόµων να προσέλθουν κοντά στην εξέδρα που είχε στηθεί. Με βήµα στρατιωτικό, οι Ευέλπιδες άρχισαν να τραγουδούν τον διαβόητο ύµνο της 21ης Απριλίου, «Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή, το µέλλον χτίζει η νιότη...». Μικρός αριθµός αποχώρησε επιδεικτικά. Η πλειοψηφία όµως, εκόντες άκοντες, παρέµειναν στο αµφιθέατρο και άρχισαν να ζητωκραυγάζουν σχετικά συνθήµατα. Ο υποκινητής της ενέργειας αυτής, που ένοιαζε προσχεδιασμένη, δεν είναι η πρώτη φορά που κινείται «εκτός νόµου και κανονισµών».
Με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα αλλά και με  τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. στην κυβέρνηση ,την διαγραφή βουλευτών επειδή ανέφεραν για «σταγονίδια», πλήθαιναν τελευταία οι φωνές που μιλούν για ορατό «φασισμό».
Και  όμως  ο Χίτλερ, παρά την συνδρομή της  σοσιαλδημοκρατίας, με κοινοβουλευτικό τρόπο πήρε την κυβέρνηση...  Η ιστορική εμπειρία της ανόδου του Χίτλερ με κοινοβουλευτικούς όρους στην κυβερνητική εξουσία είναι χρήσιμη για εξαγωγή συμπερασμάτων, σχετικά με τη γέννηση και την εκτροφή του φασισμού.
Αυτή την εμπειρία παρουσιάζουμε στη συνέχεια...
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929-1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία φοβούνταν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων - έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα. Το κόμμα του Χίτλερ, το «εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό εργατικό κόμμα», έτσι ονομαζόταν, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορι­σμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Δηλαδή υπόσχονταν να ανοίξει δρόμους κερδοφορίας των μονοπωλίων της Γερμανίας, η δράση των οποίων περιοριζόταν από τη μεταπολεμική κατάσταση που διαμόρφωσε σε βάρος τους η ήττα από τον πόλεμο. Και μέσα απ' αυτή την προοπτική θα έλυνε και προβλήματα των εργαζομένων, του λαού. Ετσι υπόσχονταν στους ανέργους εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάρ­γηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβιοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Ετσι, ενώ στις εκλογές για το Ράιχσταγκ του Μάη 1928, συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά τους εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους. Ετσι, τα αποτελέσματα των εκλο­γών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο, τη συνένωση των αντι­δραστικών στοιχείων γύρω από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Τα μονοπώλια και ο Χίτλερ
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνά­μωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα στις 28 Γενάρη του 1932 σε μήνυμα «Προς τους εργά­τες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» τόνιζε πως το φλέγον ζήτημα είναι η δη­μιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκαταστα­θούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.
Σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ έπαιξαν επίσης τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Οι μεγάλοι Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα. Επίσης τα αμερικανικά μονοπώλια, όπως η Ford, η General Motors (μέσω της θυγατρικής της Opel και όχι μόνο), η General Electric, η Standard Oil, η IBM, η ΙΤΤ , η Τράπεζα Chase Manhattan και πολλοί άλλοι, έκαναν τεράστιες επενδύσεις, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Οι κομμουνιστές κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα: «Οποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο!». Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγ­κέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, γι' αυτό στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποψήφιος που στήριζε η σοσιαλδημοκρατία, ο Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη, η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση τη σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και μείωσε δραστικά τα κονδύλια για την κοινωνική ασφάλιση. Ταυτόχρονα οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα. Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας.
Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας και η εκλογική άνοδος των εθνικοσοσιαλιστών
Το Κομμου­νιστικό Κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, πρότεινε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να κηρυχθεί γενική απερ­γία διαμαρτυρίας. Αλλά οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απόρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και μάλιστα τους κατηγόρη­σαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες ματαίωναν με όλα τα μέσα κάθε εκδήλωση επαναστατικής πρωτο­βουλίας των μαζών.
Αλλωστε στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι... να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή συνεργασίας με την αστική τάξη οδηγούσε από τη μια παραχώρηση στην αντίδραση στην άλλη, στην παραίτηση από τον αποφασιστικό αγώνα κατά της επίθεσης του φασισμού, στρώνοντας ουσιαστικά το δρόμο για την επιβολή του.
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα είχαν μεγάλες απώλειες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η κυβερνητική εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές που έδειξαν πως το κομμουνιστικό κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τώρα μαζί στο Ράιχσταγκ 221 έδρες, ενώ το κόμμα του Χίτλερ είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι εθνικοσοσιαλιστές έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Τα μονοπώλια «επεμβαίνουν»
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενίσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν τον Χίτλερ στην κυβέρνηση. Ετσι το Νοέμβρη, μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ, ένα υπόμνημα και ζητούσαν να τον διορίσει καγκελάριο του Ράιχ.
Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοι­νωνικούς ελιγμούς και ψεύτικο κατευνασμό». Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάρ­γησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέ­τυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα. Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.
Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνο­μίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομ­μουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν, πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασί­στες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χί­τλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουρ­γικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ, ο Φρικ και ο Γκέριγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.
Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.
Η δράση των κομμουνιστών
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην καγκελαρία, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κη­ρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας αντιπαρέθεταν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε νόμιμα στην εξουσία, πράγματι έτσι ήταν με βάση την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει «να σπαταλήσει πρόωρα το μπα­ρούτι της γενικής απεργίας».
Τη νύχτα 26 προς τις 27 Φλεβάρη οι χιτλερικοί έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της προβοκάτσιας, ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Οι χιτλερικοί χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα έκαναν μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών, με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτη­καν στις φυλακές. Είναι γνωστή στην ιστορία η προσπάθεια να ενοχοποιήσουν την Κομμουνιστική Διεθνή για τη φωτιά στο Ράιχσταγκ και οι δίκες των Δημητρώφ, Ποπόφ, Τάνεφ, Τόργκλερ.
Στις 27 Φλεβάρη ο Ερν. Τέλμαν με ανοιχτό γράμμα προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, έκανε έκκληση για τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου. «Αν αγωνιστούμε ενωμένοι», έλεγε το γράμμα, «θα είμαστε ανίκητοι». Την 1η Μάρτη το Κομμουνιστικό Κόμμα έστειλε στην ηγε­σία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και στη Γενική Ενωση των γερμανικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ακόμη ένα γράμμα, όπου πρότεινε να κηρυχθεί γενική πολιτική απεργία εναντίον της φασιστικής δικτατορίας. Οι ηγέ­τες της σοσιαλδημοκρατίας απέρριψαν και αυτή την πρόταση των κομμουνιστών.
Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.
Πηγή
Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, τόμος Θ1-Θ2, εκδόσεις «Μέλισσα».