Σελίδες

Χωρίς σωστή πολιτική και στρατηγική στο καυτό ζήτημα της ενέργειας ….

Ο “ήλιος”, η Sinovel και ο λιγνίτης

Δεν είναι μυστικό βέβαια ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και σπασμωδικότητα στις σημαντικές αποφάσεις και από μια διαχρονική ροπή προς τα μεγάλα έργα ...επί χάρτου.
Αν δεν ίσχυε αυτό, ο κινεζικός κολοσσός Sinovel θα είχε ήδη βάλει το θεμέλιο λίθο ενός εργοστασίου παραγωγής ανεμογεννητριών στην Ελλάδα, όπως διαβάζαμε στον Τύπο το 2011. Κι ενδεχομένως το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα - μαμούθ “Ήλιος” να είχε “ξεκολλήσει” από το χαρτί προ πολλού και τα φωτοβολταϊκά επί ελληνικού εδάφους να τροφοδοτούσαν ενεργειακά τη Γερμανία (το κατά πόσον θα ήταν καλό να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα ή όχι, είναι βέβαια μια μεγάλη, αλλά διαφορετική συζήτηση).
Κι όμως, η Ελλάδα δεν άργησε να εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες. Για την ακρίβεια μπήκε νωρίς στο “παιχνίδι”. Ήδη από το 1982 -και έως το 1994- είχαν εγκατασταθεί ανεμογεννήτριες στην Άνδρο, τα Ψαρά, τη Σάμο, τη Χίο, την Κρήτη, την Εύβοια, τη Σαμοθράκη, την Ικαρία, την Κάρπαθο, τη Λήμνο, την Κύθνο και τη Σκύρο.
Το πρώτο αιολικό πάρκο κατασκευάστηκε στην Κύθνο και άρχισε να λειτουργεί το 1982. Έκτοτε μάλλον...ξεμείναμε, ενώ σε χώρες που ξεκίνησαν αργότερα (και πολύ αργότερα) από εμάς, οι ανεμογεννήτριες προσομοιάζουν πλέον με δάση.
Κατά πόσον όμως θα ήταν καλό και συμφέρον να έχουμε αποκτήσει τέτοια “δάση” στην Ελλάδα; Ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά παρουσιάστηκαν επανειλημμένα σαν πανάκεια για την παραγωγή άφθονης, περιβαλλοντικά φιλικής και φθηνής ενέργειας στην Ελλάδα.
Σ’ έναν βαθμό δικαίως, αφού η χώρα μας θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί η Σαουδική Αραβία των ΑΠΕ -τις έχει όλες σε αφθονία. Αν αναλογιστεί όμως κάποιος ότι η μερίδα του λέοντος του εξοπλισμού που απαιτείται για τη δημιουργία πάρκων ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών εισάγεται, γίνεται άμεσα εμφανές ότι το “φθηνό” δεν είναι και τόσο φθηνό, αφού μέχρι οι πηγές αυτές να αποδώσουν τα ευκταία, το εμπορικό μας ισοζύγιο (που η κρίση “συμμάζεψε” μειώνοντας τις εισαγωγές),θα αποκτήσει πάλι αβυσσαλέες μαύρες τρύπες.
Αν θα θέλαμε να λειτουργήσει σωστά όλο αυτό, ο μόνος τρόπος θα ήταν η αγορά συστημάτων ΑΠΕ -είτε μιλάμε για φωτοβολταϊκά είτε για ανεμογεννήτριες είτε έστω για τμήματα αυτών- να συνδεθεί με τη δημιουργία απασχόλησης και προστιθέμενης αξίας επί ελληνικού εδάφους, ώστε τα οφέλη από την ανάπτυξή τους να μην τα καρπώνονται οι κατασκευάστριες του εξωτερικού.
Εν ολίγοις, πρέπει να εστιάσουμε στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στον τόπο μας. Πώς; Υπάρχουν εταιρείες στην Ελλάδα, που κατέχουν υψηλή τεχνογνωσία στην παραγωγή εξοπλισμού ΑΠΕ, όπως για παράδειγμα Solar Cells Hellas A.E στην Πάτρα, η οποία λειτουργεί την πρώτη καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής φωτοβολταϊκών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Βήμα πρώτο λοιπόν; Εταιρείες όπως αυτή να αναπτύξουν μεταξύ τους συνεργασίες, να δημιουργήσουν clusters, ώστε να αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα για να είναι πιο ανταγωνιστικές.
Βήμα δεύτερο; Μήπως θα ήταν καλό να “αποποινικοποιήσουμε” -χωρίς εννοείται να τον ...θεοποιήσουμε- το λιγνίτη; Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, το ενεργειακό κόστος για τις ελληνικές επιχειρήσεις ανέρχεται, κατά μέσο όρο, σχεδόν στο 5% του κόστους παραγωγής (στοιχεία 2013, πριν από τις αλλαγές στα τιμολόγια της ΔΕΗ), ενώ βάσει στοιχείων επιχειρήσεων-μελών του φορέα, απογειώνεται στο 36% για τις δραστηριότητες έντασης ενέργειας. Το ποσοστό αυτό “είναι εξαιρετικά μεγάλο”, αν αναλογιστεί κανείς ότι μια βιομηχανική μονάδα λειτουργεί με ένα μέσο καθαρό περιθώριο κέρδους της τάξης του 10-12% και αντιμετωπίζει δραματικό πρόβλημα της ρευστότητας. Το ενεργειακό κόστος την τελευταία πενταετία έχει ανατιμηθεί πάνω από 60%, ενώ τον τελευταίο χρόνο η σχετική αύξηση για την ελληνική βιομηχανία ξεπερνάει το 30%. Ο λόγος; Προφανής. Εισάγουμε.
Μήπως ήρθε η ώρα να αξιοποιήσουμε (με τους αυστηρότερους, στο πλαίσιο της κοινής λογικής, περιβαλλοντικούς κανόνες) πιο ορθολογικά την εγχώρια πηγή ενέργειας, το λιγνίτη, που στηρίζει την ελληνική οικονομία για περισσότερα από 60 χρόνια; Τα αποθέματα λιγνίτη της Ελλάδας είναι ακόμη σημαντικά, οι σταθμοί παραγωγής της έχουν εκσυγχρονιστεί και υπάρχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Πρέπει λοιπόν να επιδιώξουμε την ανάπτυξη τεχνολογιών με στόχο την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των μονάδων παραγωγής από λιγνίτη και τη μείωση της ρύπανσης.
Σε μια σωστή πολιτική και στρατηγική ενέργειας, με ρεαλιστικό χαρακτήρα, το κλειδί πιθανότατα είναι να καταλήξουμε σ’ ένα μείγμα ενεργειακών πηγών, που να μπορεί να υποστηρίξει την ελληνική οικονομία και τη βιομηχανική παραγωγή.
Μήπως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε κι αυτό το σενάριο;


ΤΕΥΧΟΣ 03/487, της ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΕ/TKM (15 IOYNIOY 2014)