Σελίδες

ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΡΗΤΗ – ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Του Τέου Ρόμβου

Τις νύχτες, όταν απλώνεται στο σπίτι η σιωπή, αρχίζει ένας πένθιμος επαναλαμβανόμενος ήχος που τον παράγει εκείνο το καφετί μικροσκοπικό πλάσμα που ζει στα σανίδια του πατώματος χτυπώντας το κεφάλι του στο σκοροφαγωμένο ξύλο που είναι γεμάτο σήραγγες και στοές. Και τότε στο μυαλό μου ξεπηδούν παλιές μνήμες αλλόκοτων συναντήσεων…Τα χρόνια εκείνα κατεβαίναμε στην Κρήτη για να χειραφετηθούμε δουλεύοντας στο μάζεμα των σταφυλιών και για να κάνουμε διακοπές. Θυμάμαι ότι διέσχισα σχεδόν ολόκληρη την Κρήτη περπατώντας ώρες αμέτρητες μες στο λιοπύρι, κι όταν δεν άντεχα άλλο καθόμουν σε μια στάση και περίμενα το υπεραστικό λεωφορείο. Όλο αυτό το ανέμελο ταξίδι μου είχε δώσει την ευκαιρία να γνωρίσω το νησί και να συναντηθώ με κάποιους ενδιαφέροντες ανθρώπους.Στο ανατολικότερο άκρο του νησιού, στη μικρή πλατεία του χωριού Ζάκρος, συνάντησα έναν άνθρωπο που με κάλεσε να πιούμε μαζί καφέ. Πρόσεξα ότι δεν του μιλούσε κανείς από το χωριό ούτε κι εκείνος έλεγε κουβέντα. Μόνο κάπνιζε και έπινε καφέδες. Αργότερα, κάναμε μαζί δυο ώρες πεζοπορία μέχρι τη θάλασσα της Κάτω Ζάκρου που υπήρξε το σημαντικότερο λιμάνι της Μινωικής Κρήτης. Διασχίζοντας το εντυπωσιακό “Φαράγγι των Νεκρών” μου διηγήθηκε πώς βρέθηκε στα χέρια του η δημοσίευση που έκανε ο D. G. Hogarth, στις αρχές του αιώνα, για τους μινωικούς τάφους που βρίσκονταν μέσα στις ρεματιές και τις κάθετες χαράδρες της περιοχής. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, αποφάσισε να περάσει ολόκληρο το χειμώνα κρυμμένος στις σπηλιές του φαραγγιού. Εκεί έτρωγε κι εκεί κοιμόταν τις λιγοστές ώρες που δεν έσκαβε με ένα μικρό φτυάρι του στρατού. Ανακάλυψε δεκάδες τάφους με ανθρώπινα οστά, κεραμικά αγγεία, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και χρυσό. Μέσα σε μια βαθιά κοιλότητα ανακάλυψε περιδέραια με χάντρες από διάφορες πέτρες, μια πυξίδα με εγχάρακτα πλοία, πήλινα ειδώλια, ένα χάλκινο ξίφος και αποτυπώματα σφραγιδόλιθων που απεικόνιζαν δαιμονικά όντα. Έμελλε να πάει για χρόνια φυλακή. Τα δημοσιεύματα που ακολούθησαν τη σύλληψή του προκάλεσαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Έτσι ανακαλύφθηκε το περίφημο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου.Στο Ηράκλειο γνώρισα έναν εξαίρετο καλλιτέχνη, τον Κώστα Φθενάκη, που είχε περάσει, λόγω φρονημάτων, χρόνια της νιότης του στη Γυάρο. Όταν μιλούσε σηκώνοντας ψηλά εκείνα τα κυματιστά χέρια, έδειχνε να αγκαλιάζει το φανταστικό σώμα μιας χορεύτριας, ενώ έσφιγγε νευρικά τις άκριες των δακτύλων του μέχρι που άσπριζαν. Ο χαλκός στα χέρια του γινόταν αντικείμενο υψηλής τέχνης και έπαιρνε τις φόρμες που είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του κατά τις επισκέψεις του στο Mουσείο του Ηρακλείου. Κατασκεύαζε πιστές απομιμήσεις μινωικών κοσμημάτων, σφραγίδες, δαχτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια. Tα αγαλματίδια που δημιουργούσε έπρεπε να μείνουν καιρό στα ούρα για να οξειδωθούν. Άνθρωποι του εμπορίου αγόραζαν αντίγραφα και μεταπουλούσαν αρχαία. Πολλές εργασίες του πουλήθηκαν στο εξωτερικό σε συλλέκτες και Μουσεία, ως αυθεντικά μινωικά αντικείμενα, δική του σαρκοφάγος πουλήθηκε στο Μόναχο.Σε μια χώρα όπου οι κάτοικοί της έλιωναν από λαχτάρα και λιγώνονταν από ερωτική κάψα, σ’ έναν τόπο όπου η επιθυμία προσλάμβανε μορφές ακόρεστης αφροδισιακής βουλιμίας και το φαντασιακό γινόταν μέρος της ενεργούς ζωής, όπου οι Πάνες και οι Κένταυροι διατρέχανε τα μονοπάτια των βουνών κι ερωτεύονταν με τα ζώα κτηνοβατώντας και παίζοντας ερωτικούς σκοπούς σε σουραύλια και φλογέρες, οι νύχτες στέναζαν κάτω από το φορτωμένο με αστέρια ουρανό και μέσα σε βελάσματα και χλιμιντρίσματα όλοι μαζί –άνθρωποι και ζώα- χαϊδεύονταν κι ακκίζονταν. Εδώ ακούγονταν σουρσίματα και χαμηλές τρυφερές φωνές που διηγούνταν ιστορίες για μεστές Γαλλίδες Μαινάδες και νεαρούς Άγγλους Γανυμήδες, που περιηγούνταν τα βουνά για να συναντήσουν το βοσκό και να πιουν μαζί του το γάλα που θα άρμεγε για χάρη τους και μέσα σ’ αυτό το ποιμενικό τοπίο, όταν πια ο Ηρακλής θα είχε εντελώς εξαντληθεί, οι πονηρεμένοι –εξ Εσπερίας ερχόμενοι- έριχναν με τρόπο στο γάλα σκόνη από αφυδατωμένη ισπανική μύγα για να αρχίσουν νέους γύρους εξαντλητικών ερωτικών μερόνυχτων. Ο Άγγλος ζωγράφος Τζον Κράξτον πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του μεταξύ Λονδίνου και Κρήτης, και το 1960 συνάντησε στα βουνά το βοσκό Άγγελο Κουτσουπή. Ο Κουτσουπής, τις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς του, σκάλιζε την πέτρα δίνοντάς της νόημα και σιγά σιγά έφτασε να κάνει αξιόλογα γλυπτά. Στη δεκαετία του ’40 κάποιος του έφερε τη φωτογραφία ενός ειδωλίου και του ζήτησε να σκαλίσει ένα όμοιο και μετά να το αφήσει για έξι μήνες μέσα στον ποταμό ώστε να φαίνεται αρχαίο. Το αγαλματίδιο το είχε παραγγείλει ένας έμπορος αρχαιοτήτων που ονομαζόταν Ζουμπουλάκης και ήταν αντίγραφο του κυκλαδικού αρπιστή που βρισκόταν στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας. Το γλυπτό πουλήθηκε από τον έμπορο το 1947 και έκτοτε βρίσκεται εκτεθειμένο στο Μητροπολιτικό Μουσείο, χρονολογημένο ως έργο του 2800-2700 π.Χ.Ο Λευκαδίτης αγιογράφος Θεμιστοκλής Καρφάκης, που υπήρξε βαθύς γνώστης της μεγάλης βυζαντινής τεχνοτροπίας, ζωγράφιζε τις εικόνες του ακολουθώντας την παλιά μέθοδο. Χρησιμοποιούσε παλιές σκοροφαγωμένες εικόνες, περνούσε πρώτα μια στρώση τσίγκου με λινέλαιο και γάζα με αραβικό κόμμι. Όταν δούλευε κηρόχυτη εικόνα στερέωνε με κέστρα τα ανάμικτα με κερί χρώματα πάνω στο ξύλο. Ακολουθώντας την τεχνοτροπία της κάθε εποχής χρησιμοποιούσε τα ίδια υλικά με τα οποία ζωγράφιζε ο Μανουήλ Πανσέληνος το 13ο αιώνα και ο κρητικός Θεοφάνης, μιμούνταν την τεχνική τους, αντέγραφε το ύφος, έφτιαχνε μόνος τις αυγοτέμπερες, χρώματα ζεστά και φωτεινά που προσδίδουν στις μορφές ζωή και πνευματικότητα.Τα ζωγραφικά έργα του Χανς βαν Μέεγκερεν είναι πιθανώς οι διασημότερες παραποιήσεις στον κόσμο της τέχνης. Ο Βαν Μέεγκερεν δεν αντέγραψε απλώς αλλά επινόησε και έξη νέα έργα του Βερμέερ, τα οποία μπήκαν στην αγορά σαν καινούριες ανακαλύψεις.Για να ζωγραφίσει τους πίνακές του χρησιμοποιούσε καμβά γνήσιων πινάκων του 17ου αιώνα, αφού προηγουμένως αφαιρούσε τις αρχικές τους συνθέσεις. Αναμίγνυε το χρώμα του με έλαιο πασχαλιάς και έφτιαχνε ένα μίγμα ρητίνης φαινόλης φορμαλδεΰδης που τη διέλυε είτε με βενζόλιο είτε με τερεβινθίνη. Ακολούθως τα έργα έπρεπε να ψηθούν αρκετές ώρες σε θερμοκρασία άνω των 100° κελσίου. Το αποτέλεσμα ήταν οι πίνακες να αποκτούν τα χαρακτηριστικά γνήσιας ζωγραφικής του 17ου αιώνα.Όταν το 1945 συνελήφθη ως συνεργάτης των Γερμανών, ομολόγησε ότι οι πίνακες ήταν δικές του επινοήσεις, απομιμήσεις του ύφους του Βερμέερ. Καταδικάστηκε σε ένα έτος φυλακή αλλά πέθανε πριν εκτίσει την ποινή του.Τον Έρικ Χέμπορν τον δολοφόνησαν το 1996 με ένα χτύπημα σφυριού στο πίσω μέρος της κεφαλής κάποιο βράδυ σ’ ένα δρόμο της Ρώμης. Λίγες εβδομάδες πριν, είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του “το Εγχειρίδιο του Παραχαράκτη”, ένας πλήρης οδηγός για το πώς να δημιουργήσει και να εμπορευτεί πλαστά σχέδια και έργα τέχνης κάθε ενδιαφερόμενος. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και μέχρι το 1996, ο Χέμπορν δημιούργησε περισσότερα από 1.000 σχέδια και πίνακες ζωγραφικής αντιγράφοντας την εργασία πολλών από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ζωγράφους από το 15ο μέχρι τον 20ο αιώνα. Έφτιαχνε ο ίδιος τη μελάνη του από αυθεντικά συστατικά και αγόραζε βιβλία και χειρόγραφα αναγεννησιακής εποχής για να χρησιμοποιεί τα άγραφα μέρη τους. Απάλειφε σχολαστικά κάθε μικροσκοπικό γδάρσιμο και διόρθωνε σχισίματα που είχαν προκληθεί πάνω στο χαρτί. Ο καμβάς του έπρεπε να είναι από λινό ύφασμα και οι οριζόντιοι και κάθετοι κόμποι έπρεπε να είναι μετρημένοι ανάλογα την εποχή, τον τύπο αργαλειού και τις σαϊτιές. Όταν τελάρωνε το ύφασμα, πέρναγε μια πρώτη στρώση τσίγκου από θειικό άλας του ασβεστίου ζυμωμένο με κόλα από κόκαλα ζώων. Κι όταν άρχιζε να ζωγραφίζει, έπινε πάντα κρασί για να χαλαρώσει και να μεταφερθεί στο χρόνο, να διεισδύσει στην προσωπικότητα και στο ύφος του καλλιτέχνη που υποδυόταν. Αρκετές από τις παραποιήσεις του είναι τόσο καλές που οι ειδικοί γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να ανιχνευθούν ποτέ.Ο Τζον Μάιατ εξαπάτησε αρκετούς συλλέκτες του Λονδίνου και όπως επεσήμανε και ο δικαστής, «δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο που λήστευε γριούλες, αλλά πλουσίους που δεν ήταν τόσο πλούσιοι όσο θα ήθελαν». Για μια δεκαετία περίπου ζωγράφισε διακόσια έργα μεγάλων ζωγράφων, όπως Μονέ, Ματίς, Τζιακομέτι, Νίκολσον, Σαγκάλ. Η δραστηριότητα του Τζον Μάιατ άρχισε ουσιαστικά το 1986 όταν τον παρουσίασαν στο περιοδικό «Private Eye» σαν τον καλλιτέχνη που μπορούσε να εφοδιάσει όσους ενδιαφέρονταν με «αυθεντικά πλαστά έργα τέχνης». Ο Τζον Μάιατ δημιουργούσε την πατίνα των πινάκων του με απλά χρώματα οικιακής χρήσεως, λιπαντικά ζελέ και με το περιεχόμενο της ηλεκτρικής του σκούπας. Όταν πια αρχίζει να χαράζει ο μονότονος πένθιμος ήχος στα σανίδια του πατώματος σταματάει. Το μικροσκοπικό καφετί πλάσμα, που ζει μέσα στο πάτωμα, ξεκουράζεται κάνοντας τις δικές του σκέψεις περί τέχνης και εξαπάτησης, σκέφτεται τις χιλιάδες απομιμήσεις, παραχαράξεις, πλαστογραφήσεις που εκτίθενται στα Μουσεία του κόσμου και αντιλαμβάνεται ότι κάτι έχει αλλάξει στην κατανόηση της ιστορίας. Η προσέγγιση της ιστορίας της τέχνης δεν είναι πλέον μια μονοκονδυλιά. Τα «αυθεντικά πλαστά έργα τέχνης» είναι εξίσου όμορφα με τα πρωτότυπα. Ο αρπιστής του Κουτσουπή που στέκει στο Μητροπολιτικό Μουσείο είναι πανέμορφος, τα χρυσά κοσμήματα του Φθενάκη διόλου δεν διαφέρουν από τα πρωτότυπα, οι αγιογραφίες του Καρφάκη είναι το ίδιο σημαντικές με εκείνες του Πανσέληνου και οι πίνακες του Βαν Μέεγκερεν είναι ισάξιοι με εκείνους του Βερμέερ. Οι πίνακες και τα σκίτσα των Χέμπορν και Μάιατ είναι σπουδαία όπως και των μεγάλων ζωγράφων. Και τέλος, τα αρχαία αντικείμενα είναι το ίδιο όμορφα και σημαντικά όποιος και αν τα ανακάλυψε, ο αρχαιολόγος Πλάτων ή ο λαθρανασκαφέας της Ζάκρου. Με τις σκέψεις αυτές το μικροσκοπικό πλάσμα των σανιδιών, που μετράει τις ώρες του θανάτου, εντέλει αποκοιμήθηκε…