Γράφει ο Ν. Μπρουσκέλης *
Γράφαμε τον Δεκέμβρη του 2010 : «Το δόγμα του ΔΝΤ και της τρόικας είναι ότι για το πρόβλημα ευθύνεται η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονομίας λόγω υψηλού κόστους εργασίας και πως η περικοπή των
αποδοχών θα επιφέρει πτώση των τιμών και άρα αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Το
ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως
ακολουθώντας αυτή τη συνταγή του γιατρού κ. Στρός- Καν, θα βγούμε από το
αδιέξοδο. Κι αυτό γιατί η συνταγή που κατά παρόμοιο τρόπο εφαρμόστηκε κι αλλού,
όπως π.χ. Αργεντινή, έφερε οδυνηρά αποτελέσματα με οικονομική, κοινωνική και
πολιτική αποσταθεροποίηση. Επίσης γιατί η κρίση στην ελληνική οικονομία δεν
είναι μόνο θέμα ανταγωνιστικότητας αλλά και δημοσίου χρέους. Έτσι όμως η
εσωτερική υποτίμηση και η ύφεση που τη συνοδεύει κάνει το πρόβλημα του χρέους
μεγαλύτερο.»
Διότι είναι πασιφανές ότι αν συνεχίσουμε έτσι δεν υπάρχει
διέξοδος. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ, όμως
υπάρχει πραγματικά φως και έξοδος στο τέλος του;
Θεωρώ ότι εδώ και καιρό η χώρα έχει εγκλωβιστεί σε μια
ατέρμονη συζήτηση με επίκεντρο το δίλημμα «δραχμή ή ευρώ» με φόντο μια
επικείμενη χρεοκοπία , που βεβαίως και είναι θέμα, όμως λησμονούμε το
βασικότερο: ότι ο τόπος πρέπει να αλλάξει ριζικά.
Η έως τώρα εμπειρία από την ασκηθείσα οικονομική και
κοινωνική πολιτική μας δείχνει πως οι αλλαγές που επιχειρούνται είναι της
λογικής «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», με αποτέλεσμα την εξαΰλωση κοινωνικών
κεκτημένων τα οποία χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων για να γίνουν πραγματικότητα.
Είναι εμφανές ότι η χώρα δεν έχει άλλο χρόνο στη διάθεσή
της. Είναι επιτακτική ανάγκη η χώρα να πάει μπροστά. Ούτε η οικονομία, ούτε η
κοινωνία αντέχουν πλέον διαπιστώσεις από αυτούς που την οδήγησαν στην σημερινή
κατάσταση.
Σήμερα χρειάζονται προτάσεις, ικανότητα υλοποίησης των
προτάσεων αυτών αλλά κυρίως απαιτείται η αλλαγή του πλαισίου μέσα στο οποίο θα
κινηθεί η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Και φυσικά οι
προταθείσες πολιτικές επιβάλλεται να
έχουν την αποδοχή της κοινωνίας. Όσο καλή και να είναι, όσο καλόπιστα και αν
εφαρμόζεται, μια πρόταση δεν έχει καμία
προοπτική επιτυχίας αν δε γίνει κτήμα της κοινωνίας της ίδιας.
Και η αρχή θα πρέπει να γίνει με αλλαγές που θα ξεκινήσουν
από την πολιτική σκηνή της χώρας, ώστε να βρεθούν αυτοί οι οποίοι θα έχουν τη
δυνατότητα αλλά κυρίως τη βούληση να αλλάξουν νοοτροπίες και κατεστημένες
πρακτικές δεκαετιών χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Γιατί δυστυχώς οι
πρακτικές που ασκούνταν με αποκλειστικό γνώμονα το πολιτικό κόστος ήταν αυτές
μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Είναι αυτές που μας -έφεραν σε σημείο να
φοβόμαστε τι μέτρο θα εξαγγελθεί την επόμενη ημέρα.
Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί όπως ειπώθηκε, «οι λαοί δεν θα
πρέπει να φοβούνται τις κυβερνήσεις τους αλλά οι κυβερνήσεις θα πρέπει να
φοβούνται τους λαούς».