Ξεδιπλώνοντας
τις σελίδες της ιστορίας της εποχής του
λεγόμενου Μακεδονικού Αγώνα.
Με
ιδιαίτερη χαρά – δήλωσε
από το βήμα της αίθουσας του Δημοτικού
Συμβούλιου Αλεξάνδρειας, ο ομιλητής-
αποδέχθηκα
την πρόταση να συμμετάσχω στην σημερινή
εκδήλωση από άλλο μετερίζι, αυτό της
κατάθεσης κάποιων ιστορικών στοιχείων,
που έχουν αναφορά στην απελευθέρωση
του τόπου μας από τον Τουρκικό ζυγό το
1912. Η τιμή είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς
καλούμαι να συμμετάσχω σε μια ιδιαίτερη
στιγμή, τη βράβευση των συμπολιτών και
συνδημοτών αθλητών μας για τις εφετινές
διακρίσεις τους.
Στην
αρχή είχα κάποιους ενδοιασμούς για το
τι πρέπει να παρουσιάσω στην σημερινή
μας εκδήλωση, καθώς είναι χιλιοειπωμένα
τα γεγονότα αυτών των ημερών. Τα καταθέσαμε
πολλές φορές και ο υποφαινόμενος και
άλλος ερευνητής της τοπικής μας ιστορίας.
Είχα βέβαια και το πρόβλημα πως θα
συνδεθεί η σημερινή μας εκδήλωση της
βράβευσης των αθλητών μας με το τι θα
πρέπει να παρουσιαστεί και που να δένει,
ας μου επιτραπεί η έκφραση το τότε και
το τώρα.
Τελικά,
αποδέχθηκα την πρόταση γιατί τις τότε
εθνικές μας προσπάθειες με τις σημερινές
διακρίσεις των αθλητών μας, τις συνδέει
μια και μόνο λέξη, η λέξη ΑΓΩΝΑΣ.Τότε,
οι πρόγονοί μας αγωνίζονταν για την
φυσική επιβίωση του Ελληνισμού στα
αιματοβαμμένα χώματα της Μακεδονίας
μας και την εθνική μας αποκατάσταση,
την απελευθέρωση αυτής της Ελληνικής
γης και την ενσωμάτωσή της στον εθνικό
κορμό της Ελεύθερης Ελλάδας, της παλιάς
Ελλάδας όπως την αποκαλούσαν οι παππούδες
μας. Σήμερα, τα δισέγγονά τους, μαζί με
τα παιδιά αλλοδαπών, οικονομικών και
όχι μόνο μεταναστών, που μετέχουν της
Ελληνικής παιδείας ενσυνείδητα,
αγωνίζονται σε έναν άλλο τομέα, τον
αθλητισμό σε Πανελλήνιο επίπεδο, αλλά
και διεθνώς, για να μας κάνουν υπερήφανους
με τις επιτυχίες και τις διακρίσεις
τους.
Επιτρέψτε
μου λοιπόν, έστω και καταχρηστικά σε
αυτό το σημείο, να ξεδιπλώσω τις σελίδες
της ιστορίας της εποχής του λεγόμενου
Μακεδονικού Αγώνα, που ήταν τόσο επώδυνος
και αιματηρός, αλλά ουσιαστικός, της
φυσικής επιβίωσης ημών των Μακεδόνων
στις εστίες μας και εν τέλει πρόδρομος
της απελευθέρωσής μας, για να είμαστε
τώρα ελεύθεροι και να τιμάμε τα παιδιά
μας σήμερα στο ευ αγωνίζεσθαι, στον
αθλητισμό ευτυχώς και όχι στον
πόλεμο.
Η
Τουρκική κατοχή λοιπόν ήταν ομολογουμένως
μία από της χειρότερες που γνώρισε το
ανθρώπινο γένος και όσον αφορά την
περιοχή μας άρχισε σχετικά πιο νωρίς
από άλλες Ελληνικές περιοχές, ήδη από
τον 14ο αιώνα και τα δεινά που επέφερε
στους υπόδουλους ραγιάδες περιγράφονται
από τους περιηγητές και τους ιστορικούς
με τα μελανότερα χρώματα. Ήταν τότε που
ο Γαζή Εβρενός μπέης καταλαμβάνει τον
χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας και τα
Ρουμλουκιώτικα χωριά παραχωρούνται
από τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β’ ως κτήματα
στον ίδιο και στους απογόνους του.
Το
Ρουμλούκι και τότε, αλλά και στη συνέχεια,
κατοικούνταν από αμιγώς Ελληνικό
πληθυσμό, γεγονός που έδωσε την αφορμή
στους Τούρκους κατακτητές να το ονομάσουν
έτσι, δηλαδή Ρωμιότοπο, Ελληνότοπο. Παρά
την γειτνίασή του με δυο μεγάλες
Μακεδονικές πόλεις, την Βέροια και την
Θεσσαλονίκη και τις συχνές βαρβαρικές
επιδρομές που γνώριζαν, εν τούτοις, η
μορφολογία του εδάφους με τα έλη και
τις παραποτάμιες διακλαδώσεις που
εναλλάσσονταν με μεγάλα και πυκνά δάση,
σε συνδυασμό με το βαρύ υγρό και άκρως
ανθυγιεινό του κλίμα, συνέβαλε στο να
περνούν μόνο οι επιδρομείς, να ληστεύουν
τον τόπο και να φεύγουν, αφήνοντας τους
καλά κρυμμένους στα φυσικά κρησφύγετα
της περιοχής έλληνες κατοίκους να
δημιουργήσουν από την αρχή μέσα από τα
αποκαΐδια της καταστροφής.
Η
περίοδος των πρώτων χρόνων της
τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται κυρίως
για την αγωνιώδη προσπάθεια προς φυσική
επιβίωση των Ρουμλουκιωτών, ενώ αργότερα,
ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα,
εμφανίζονται ενέργειες αντίστασης των
κατοίκων ενάντια στην αυθαιρεσία των
μπέηδων και των άτακτων μουσουλμάνων
που καταδυναστεύουν τον γηγενή πληθυσμό
και οργανώνονται οι πρώτες ένοπλες
ομάδες κυρίως στα Ρουμλουκιώτικα χωριά
που βρίσκονται στους πρόποδες των
Πιερίων ή συνορεύον μ’ αυτά. Ταυτόχρονα,
η ύπαρξη τριών Μονών στην περιοχή, του
Αγίου Αθανασίου της Σφήνιτσας, των Αγίων
Αναργύρων Νησίου και των Αγίων Πάντων
στα Παλατίτσια, σφυρηλατούν την εθνική
και θρησκευτική συνείδηση των Ραγιάδων,
καθώς στις εγκαταστάσεις τουςλειτουργούν
κρυφά και φανερά σχολεία για τα
Ελληνόπουλα. Μέχρι, που στο δεύτερο μισό
του 17ου αιώνα η Θεία Πρόνοια μας
φέρνει ως Επίσκοπο στην Καμπανία τον
Θεόφιλο Παπαφίλη των εξ Ιωαννίνων, μία
από τις πιο σεμνές και πνευματικές
μορφές ιεραρχών όλης της Οθωμανικής
περιόδου, που ουσιαστικά βάζει τις
βάσεις για την θρησκευτική σφυρηλάτηση
και την εθνική αφύπνιση των Ρουμλουκιωτών,
μέσα κυρίως από το εκπαιδευτικό και
θεολογικό του έργο, που σε συνδυασμό με
το φλογερό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού,
ξαναγεννά κατ’ ουσίαν πνευματικά το
Ρουμλούκι, τονώνει το Εθνικό αίσθημα
και ενισχύει την ελπίδα για λευτεριά.
Μία
ελπίδα που δεν στερεύει όταν κατά την
επανάσταση του 1821, όλο το Ρουμλούκι
πυρπολείται απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά
συνεχίζει να σιγοκαίει μέσα στα νέα
δεινά και την καταστροφή που επέφερε η
αποτυχία της επανάστασης. Υπάρχει όμως
η παλαιά Ελλάδα, το ελεύθερο εκείνο,
έστω και μικρό κομμάτι ελληνισμού, που
στα μάτια και στις ψυχές των υποδούλων
είναι η μαγιά και για την εθνική
αποκατάσταση. Στα 1878, μια ακόμη επανάσταση
πνίγεται στο αίμα, αυτή τη φορά στα
γειτονικά Πιέρια, όπου συμμετέχουν και
αρκετά Ρουμλουκιώτικα χωριά, κυρίως
γειτνιάζοντα με τα υψίπεδα των Πιερίων
και που πολύ γλαφυρά ο Επίσκοπος
Κίτρους Νικόλαος μας περιγράφει μέσα
από τα απομνημονεύματά του τις δοκιμασίες
και την ταλαιπωρία των Ραγιάδων και όλη
την προετοιμασία και την κήρυξη της
επανάστασης, βήμα προς βήμα, ημέρα προς
ημέρα, μέχρι την τραγική κατάληξή της.
Αυτή
όμως την εποχή, ένας νέος εχθρός κάνει
την εμφάνισή του στα Μακεδονικά χώματα,
πιο επικίνδυνος και από αυτούς τους
τούρκους. Ήταν τότε που κορυφώθηκαν οι
προσπάθειες των Βουλγάρων για τον
εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, προκειμένου
να λάβει σάρκα και οστά το όνειρο του
Βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού, η ίδρυση
της Μεγάλης Βουλγαρίας με έξοδο στο
Αιγαίο Πέλαγος και που βέβαια πάντα
υποβάθμιζε βάση της θεωρίας του
πανσλαβισμού η Ρωσία. Ως κύριο μέσο προς
την επίτευξή του τέθηκε η απόσχιση της
Βουλγαρικής Εκκλησίας από τον κορμό
του Οικουμενικού Πατριαρχείου της
Κωνσταντινουπόλεως. Για το σκοπό αυτό
εισχωρούν στα Μακεδονικά χώματα διάφορα
ένοπλα σώματα, οι γνωστοί Κομιτατζήδες,
που επιδίδονται σε ένα όργιο απειλών,
διώξεωνκαι
σφαγών, για να προσεταιριστούν, έστω
και με την βία τους ντόπιους πληθυσμούς.
Όπου η «πειθώ» δεν έφερε αποτελέσματα,
χρησιμοποιούνταν η βία.
Ο
Ελληνισμός πλέον της Μακεδονίας κινδύνευε
με την φυσική του εξόντωση. Όταν οι
δραματικές φωνές ικεσίας προς βοήθεια
απευθύνονταν εις ώτα μη ακουόντων στην
ελεύθερη Ελλάδα, η οποία δεν μπορούσε
να συνέλθει ακόμη από τις συνέπειες της
ντροπιαστικής ήττας του ελληνοτουρκού
πολέμου του 1897, οι Μακεδόνες αποφάσισαν
να δράσουν μόνοι τους, με δικά τους μέσα,
σχηματίζοντας τα πρώτα κύτταρα και τους
πυρήνες αντίστασης μέσα από την Εκκλησία,
τις Κοινότητές τους και τα παλαιά
αντάρτικα σώματα από ντόπιους κατοίκους,
με μέσα πενιχρά.
Η
περιοχή του Ρουμλουκιού και ιδιαίτερα
του Βάλτου, θα βρεθεί από νωρίς στο
επίκεντρο των συγκλονιστικών γεγονότων,
κυρίως λόγω της σημαντικής γεωγραφικής
του θέσης. Ο Βάλτος, με αβαθή νερά και
την πυκνή του βλάστηση από καλάμια και
ραγάζια, θα επιλεγεί από τους Βούλγαρους
ως βάση και τόπος εξόρμησής τους. Μετά
το 1903, περίπου 250 Κομιτατζήδες εισέρχονται
σ’ αυτόν και καταλαμβάνουν το βορειοδυτικό
του τμήμα, μετατρέποντας τις πρωτόγονες
ψαράδικες καλύβες με την ενίσχυσή τους
με προχώματα σε πραγματικά φρούρια.
Αυτή η εγκατάστασή τους αποτέλεσε σοβαρό
πλήγμα για τους Ρουμλουκιώτες, κυρίως
των παραλίμνιων χωριών, καθώς έπαυσαν
να εισέρχονται άφοβα στη λίμνη, αφού σε
κάθε βήμα τους ήταν εκτεθειμένοι στους
Βούλγαρους, ενώ εκδηλώθηκε πληθώρα
απειλών και εκβιασμών απ’ τους τελευταίους
για την προσχώρησή τους στη Βουλγαρική
Μεγάλη Ιδέα.
Οι
Ρουμλουκιώτες από μόνοι τους δεν μπορούν
να κάνουν και πολλά. Οι γηγενείς οπλαρχηγοί
Τζόλας Περήφανος (Γεώργιος Κυριαζόπουλος)
και Θεοχάρης Κούγκας, μαζί με τον
Γιαννιτσιώτη Γιώτα Γκόνο, εισέρχονται
στην λίμνη και προσπαθούν να προστατέψουν
τους γηγενείς κατοίκους. Χαρακτηριστική
του κλίματος της εποχής είναι η αναφορά
ενός συνεργάτη του Ελληνικού προξενείου
Θεσσαλονίκης με το ψευδώνυμο «Προμηθέας»
προς τον Πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά, όπου
μεταξύ άλλων λέγει πως «τα χωριά Σχοινά,
Νησί, Τριχοβίστα και Σκυλίτσι, τα
ευρισκόμενα παρά την λίμνη είναι
τρομοκρατημένα από τους εν τη λίμνη
Βουλγάρους και χρήζουν εμψυχώσεως».
Δύσκολες και δραματικές ώρες περνούν
οι Ρουμλουκιώτες Ραγιάδες. Από ποιον
και από τι να φυλαχτούν, από τους σκληρούς
Τούρκους και Τουρκαλβανούς μπέηδες,
από την σκληρότητα των φορέων της
Οθωμανικής διοικήσεως, από την ένδεια
που επέβαλε ο λιτός τρόπος διαβίωσής
τους ή από το μένος των Κομιτατζήδων;
Ο
θάνατος όμως του Παύλου Μελά, ξύπνησε
από τον λήθαργο το Ελληνικό Κράτος και
την Κοινωνία των ελεύθερων αδελφών και
έγινε η αιτία να ενημερωθεί στο σύνολό
του ο Ελληνισμός για την κρισιμότητα
της κατάστασης στη Μακεδονία. Αξιοσημείωτη
κρίνεται η χρηματική βοήθεια των
Ελληνικών Κοινοτήτων της διασποράς,
αλλά και ιδιωτών από αυτές τις περιοχές,
μεταξύ των οποίων υπάρχουν ονόματα από
την Τραπεζούντα μέχρι και το Χαρτούμ
στο Σουδάν. Τότε πλέον, η φλόγα της
προσφοράς ανάβει και πληθώρα νέων
αξιωματικών, οπλίτες και πολίτες, όλοι
τους εθελοντές, σπεύδουν να καταταγούν
στα δημιουργηθέντα ανταρτικά σώματα,
τα οποία υπό την ηγεσία ικανότητατων
αξιωματικών και την καθοδήγηση του
Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης
ήρθαν στην Μακεδονία και έδωσαν νέα
πνοή και ώθηση στον Αγώνα.
Η
επιλογή του Βάλτου ως το κεντρικό σημείο
δράσης δεν ήταν τυχαία. Όποιος τον
ήλεγχε, διατηρούσε τον έλεγχο και στις
οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες από
νότο προς βορά και δύση, ενώ ταυτόχρονα
το ανόθευτο του Ελληνικού πληθυσμού σε
συνδυασμό με την γειτνίαση της περιοχής
μας με το κέντρο του Αγώνα, την Θεσσαλονίκη
και τις σκάλες του Θερμαϊκού, εκ των
πραγμάτων καθιστούσε το Βάλτο ως το
ορμητήριο των Μακεδονομάχων. Οι Έλληνες
εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα με
τη συμμετοχή και τη συνεργασία πολλών
ντόπιων εισέρχονται στο Βάλτο και ένας
ιδιόμορφος πλέον αμφίβιος πόλεμος
εξελίσσεται στη λίμνη για το ποιος
τελικά θα επικρατήσει. Οι Έλληνες
οπλαρχηγοί και καπεταναίοι που έδρασαν
αυτή την περίοδο ήσαν πολλοί, μεταξύ
των οποίων μνημονεύονται οι Άγρας,
Νικηφόρος, Παπατζανετέας, Στέφος,
Πετρίλος, Γαρέζος, Κάλλας, Μπενής,
Σκουντρής, Ρόκας, Ζήριας, Γαρέφης, Κλάπας,
Μπαντής, Καψάλης, Δράκος, Παπαδάκης,
Καβοδόρος, Καραντάνος, Ταμβάκης,
Τηλιγάδης, Ρουπακιάς, Νικηφόρος Β’,
Γκρέκος, Μπουκουβάλας, Ματαπάς, Κόρακας,
Γκόνος και κοντά τους οι γηγενείς
Ρουμλουκιώτες Τζόλας Περήφανος, Απόστολος
Ματόπουλος και Θεοχάρης Κούγκας, με
πλήθος ανδρών εθελοντών ντόπιων, που
συνέβαλαν στην εθνική προσπάθεια ως
τακτικοί ή επικουρικοί οπλίτες,
τροφοδότες, μεταφορείς, οδηγοί, εργάτες,
πληροφοριοδότες, τραυματιοφορείς και
βαρκάρηδες.Τα
όπλα και τα πυρομαχικά, νύχτα ξεφορτώνονταν
στο Κλειδί και από εκεί με μύριες
προφυλάξεις μεταφέρονταν με άμαξες ή
με ζώα, καμουφλαρισμένα καλά, στο Γιδά,
για να μετακινηθούν σιδηροδρομικώς στη
Βόρεια και Δυτική Μακεδονία ή στα
Παραλίμνια Ρουμλουκιώτικα χωριά για
τους Μακεδονομάχους του Βάλτου. Κεντρικό
δε ρόλο στον όλο Αγώνα διαδραμάτισε η
ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Κοσμά και
Δαμιανού στο χωριό Νησί, ενώ σε όλα
σχεδόν τα χωριά οι ιερείς και οι δάσκαλοι
ήταν οι εμψυχωτές των κατοίκων. Στον
Γιδά ξεχώρισε τότε ιδιαίτερα η προσφορά
του δασκάλου και αργότερα ιερέα Αντωνίου
Μοσχόπουλου.
Η
όλη αυτή δραστηριότητα των Ρουμλουκιωτών
δεν ξέφυγε της προσοχής και των αντίποινων
των Βουλγάρων. Δεκάδες Ρουμλουκιώτες
φονεύονται ή τραυματίζονται, ενώ το
χωριό Νησί πυρπολείται το 1906, ζώντας το
δικό του ολοκαύτωμα. Αυτή τη φορά όμως
οι Ρουμλουκιώτες δεν ήσαν οι άμοιροι
χωρικοί που βρέθηκαν βορά στον πέλεκυ
του εχθρού. Με την βοήθεια των συνελλήνων
εθελοντών αδελφών από την παλαιά Ελλάδα
και την καθοδήγηση του Ελληνικού
Προξενείου Θεσσαλονίκης, οι άοπλοι
αγρότες, οι ψαράδες και οι κτηνοτρόφοι
του κάμπου οπλίζονται και εκπαιδεύονται
στα όπλα οργανωμένα και μεθοδικά, ενώ
η ελευθερία στις καλύβες του Βάλτου,
όπου κυμάτιζε η Ελληνική σημαία,
σφυρηλατεί στις ψυχές τους την πεποίθηση
ότι όντως δεν θα αργήσει να έρθει και
σ’ αυτόν τον πολυβασανισμένο τόπο η
λευτεριά. Μέχρι και οι Τουρκικές αρχές
ανησύχησαν με την πειθαρχία και την
τάξη που επικρατούσε στο Ρουμλούκι και
διαισθάνονταν πλέον ότι κάτι έχει
αλλάξει.
Το
1908 εκδηλώνεται το Κίνημα των Νεοτούρκων,
με κύριο στόχο την ψήφιση Συντάγματος
και την αντιμετώπιση της σήψης στην
Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι διενέξεις
μεταξύ των Χριστιανών, διαφορετικών
όμως Εθνοτήτων, υπηκόων της αυτοκρατορίας,
αναστέλλονται και στις ψυχές τους
κυριαρχεί η ελπίδα ότι κάτι επιτέλους
θα αλλάξει. Η ισονομία και η ισοπολιτεία
που υπόσχονται και διατυμπανίζουν οι
Νεότουρκοι ηχούν καλά στους Ραγιάδες.
Τα ένοπλα σώματα διαλύονται, τα όπλα
κρύβονται επιμελώς στις πόλεις και τα
χωριά και οι παλαιοελλαδίτες Μακεδονομάχοι
αναχωρούν για την ελεύθερη Ελλάδα.Δυστυχώς
όμως, οι ελπίδες των Ρωμιών γρήγορα
εξανεμίζονται. Οι νεότουρκοι είναι
χειρότεροι από την πρότερη κρατούσα
κατάσταση, καθώς κύριος στόχος τους
ήταν η εθνοκάθαρση από τους Χριστιανικούς
πληθυσμούς της αυτοκρατορίας και τα
σχέδιά τους μπαίνουν σε εφαρμογή. Οι
υποσχέσεις τους προς τους Χριστιανούς
είναι κενό γράμμα. Στο Ρουμλούκι,
ενισχυμένα τμήματα του Τουρκικού στρατού
περιπολούν καθημερινώς προς ανακάλυψη
κρυμμένων όπλων και σύλληψη παλαιών
Μακεδονομάχων. Οι ξυλοδαρμοί, οι
βιαιοπραγίες, η αυθαιρεσία και οι
εξοντωτικοί έλεγχοι και έρευνες είναι
καθημερινό φαινόμενο. Δεκάδες Ρουμλουκιώτες
συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στο
Γεντί Κουλέ στην Θεσσαλονίκη ή εξορίζονται
στις άνυδρες περιοχές της Μικράς Ασίας.
Τα κονάκια των μπέηδων και τα αστυνομικά
τμήματα, τα καρακόλια, γίνονται τόποι
βασάνου για τον τοπικό πληθυσμό. Μέχρι
και το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρενέβη
με παραστάσεις διαμαρτυρίας για την
ταλαιπωρία και τα βασανιστήρια των
Ρουμλουκιωτών. Και το χειρότερο απ’
όλα, αρκετοί υποχρεώνονται προς στράτευση
στον Τουρκικό στρατό. Τότε, αρκετοί
καταφεύγουν στον γειτονικό Βάλτο
και τα Ουρμάνια της περιοχής ως φυγάδες
ή στην ελεύθερη Ελλάδα, έως και στην
Αμερική. Το ίδιο συμβαίνει στους
Χριστιανικούς πληθυσμούς όλης της
Οθωμανικής Επικράτειας.
Όλα
αυτά διαδραματίζονται μέχρι το φθινόπωρο
του 1912, όταν τέσσερα Χριστιανικά κράτη
της Βαλκανικής συνεννοούνται μυστικώς,
συνάπτουν συνεργασία και κηρύττουν τον
πόλεμο στην Τουρκία. Ο κόμπος είχε φθάσει
πια στο χτένι και μόνο με πόλεμο θα
επιβάλλονταν τα δίκαια των Χριστιανών
στην αλαζονική συμπεριφορά των νεοθωμανών.
Στην
Ελλάδα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει μετά
το κίνημα στο Γουδί και τον εκσυγχρονισμό
του Ελληνικού στρατού, ενώ επιπλέον οι
φέρελπις νέοι αξιωματικοί, θέλουν να
ξεπλύνουν την ντροπή του άτυχου
Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η
συνεργασία του Βασιλέα Γεωργίου και
του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου
είναι δεδομένη και το μήνυμα της
επιστράτευσης και του Εθνικού συναγερμού
ηχεί δυνατά απ’ άκρη σ’ άκρη στου
πανέλληνες. Από παντού καταφθάνουν
εθελοντές κι υλική βοήθεια. Οι Έλληνες
από την ελεύθερη Ελλάδα έως την μακρινή
Αμερική, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, το
Χαρτούμ, την Κύπρο, το Λονδίνο και το
Παρίσι, τη Ρουμανία και τη Ρωσία, αλλά
και από άλλες υπόδουλες στους Τούρκους
περιοχές προστρέχουν ως εθελοντές.
Παρατηρείται οργασμός προσφοράς και
οι προσδοκίες της επιστράτευσης
ξεπερνιούνται κατά πολύ περισσότερο.
Έτσι,
ξεσπά ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος και
οι Ελληνικές μεραρχίες χτυπούν τον
Τουρκικό στρατό στα νότια σύνορα της
τότε Τουρκίας. Μέσα σε λίγες ημέρες ο
περιβόητος τουρκικός στρατός, ο καλά
εκπαιδευμένος από γερμανικούς
αξιωματικούς, μετατρέπεται σε ορδές
άτακτων οπισθοχωρούντων. Τα Ελληνικά
κανόνια στον Σαραντάπορο ακούγονται
ως το Ρουμλούκι και οι Ρουμλουκιώτες
ξενυχτούν αναμένοντας το Ελληνικό στα
χωριά τους. Οι παλαιότεροι φέρνουν στην
μνήμη τις προφητείες του Πατροκοσμά
και είναι βέβαιοι πως επιτέλους τώρα
γίνονταν πράξη. Αυτός ο Άγιος των σκλάβων
διαβεβαίωνε τους προγόνους τους και
εδώ στο Γιδά ότι θα έρθει το Ρωμαίικο
και θα έρθει ξαφνικά «ή το βόδι θα αφήσετε
στο χωράφι έλεγε, ή το άλογο στο αλώνι,
μόνο να έχετε δυο θύρες για να φύγετε
γρήγορα». Και επαληθεύτηκε με τον
καλύτερο τρόπο. Λίγες ημέρες χρειάστηκε
να κρυφτούν οι Ρουμλουκιώτες στο Βάλτο
και στα γειτονικά δάση μέχρι να περάσει
οπισθοχωρώντας ο Τουρκικός στρατός και
επιτέλους να δουν τους Έλληνες καβαλάρηδες
να μπαίνουν στα χωριά τους, τότε που
αρκετοί γέροντες του υποδέχονταν
γονατιστοί λέγοντας «νυν απολύεις τον
δούλο σου δέσποτα ό,τι είδον οι
οφθαλμοί μου την λευτεριά» και οι
νεότεροι ξέθαψαν τα κρυμμένα τους όπλα
και ενσωματώνονταν στα τμήματα των
εθελοντών προσκόπων ή των παλαιών
Μακεδονομάχων καπεταναίων και του
οργανωμένου Ελληνικού στρατού. Μέρα με
τη μέρα τα Ρουμλουκιώτικα χωριά
ελευθερώνονταν το ένα μετά το άλλο και
οι παππούδες μας έβγαιναν από τις
κρυψώνες τους και υποδέχονταν τον
Ελληνικό στρατό. Οι δε γυναίκες ασταμάτητα
ζύμωναν ψωμιά για να θρέψουν τα φανταράκια
ελευθερωτές τους.
Μετά
τη μάχη των Γιαννιτσών, ο πόλεμος είχε
ήδη κριθεί και η παράδοση της Θεσσαλονίκης
επισφράγισε την αίσια για τους Έλληνες
κατάληξή του πολέμου. Όλες αυτές τις
αγωνιώδεις στιγμές, ο Βασιλιάς Γεώργιος
διέμενε στο Γιδά και παρακολουθούσε
ανυπόμονα τις εξελίξεις, ενώ από τον
εδώ εγκατεστημένο στον Σιδηροδρομικό
Σταθμό τηλέγραφο, έφευγε το τηλεγράφημά
του προς τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο
Βενιζέλο που αδημονούσε άγρυπνος,
μεταφέροντας την ποθητή είδηση ότι
έλαβε χώρα η παράδοση της Θεσσαλονίκης
στον στρατό μας.
Επρόκειτο
για στιγμές μεγαλείου για τον τόπο μας.
Μετά από αιώνες σκλαβιάς οι Ρουμλουκιώτες
αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας. Ήρθε
επιτέλους και στο Ρουμλούκι το Ελληνικό.
Το
Ελληνικό ήρθε στο Ρουμλούκι, όμως ο
Ελληνισμός πέρασε μύριες άλλες περιπέτειες
και δοκιμασίες στον ιστορικό χρόνο από
τότε μέχρι σήμερα. Η πατρίδα δοκιμάστηκε
και συνεχίζει άλλωστε να δοκιμάζεται
μέχρι τον χρόνο που βιώνουμε. Πέρασε
μπόρες πολλές και δύσκολες στιγμές
περνάει ακόμη.
Παλιά,
τα παιδιά αυτού του τόπου διακρίνονταν
στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν
την πολυπόθητη λευτεριά, σήμερα
θριαμβεύουν στο Πανελλήνιο και διεθνώς
και μας κάνουν υπερήφανους σε πολλούς
τομείς, στις τέχνες, στον πολιτισμό,
στις επιστήμες, στην γνώση και στη
μόρφωση, στις διεθνείς ανθρωποκεντρικές
και όχι μόνο δράσεις και κυρίως στον
αθλητισμό. Οι δε μετέχοντες στον μη
επαγγελματικό, κάλλιστα μπορούν να
χαρακτηριστούν, τουλάχιστον από εμένα,
ισάξιοι των προγόνων τους των μετεχόντων
εθνικών μαχών, καθώς φιλότιμα αγωνίζονται
εν πολλοίς και χωρίς τα απαραίτητα ή
προβλεπόμενα υλικά μέσα και μεταξύ
αργυρώνυμων συναθλητών τους στο παγκόσμιο
πλέον αθλητικό γίγνεσθαι.
Ασυναίσθητα
μάλιστα μεταλαμπαδεύουν προς όλους μας
τρεις πανάρχαιες αξίες του αρχαϊκού
Ελληνισμού, της άμιλλας, της αριστείας
και του ευ αγωνίζεσθαι. Προσωπικά εγώ
και είμαι βέβαιος όλοι μας, οφείλουμε
να τους ευχηθούμε να έχουν υγεία πάντοτε
και προσδοκούμε μεγαλύτερες επιτυχίες
στον στίβο ευτυχώς όχι των μαχών, αλλά
των αθλητικών χώρων. Το έχουμε όλοι μας
ανάγκη και ως άτομα και ως πατρίδα στο
σύνολο γιατί σαφέστατα το μέλλον θα
είναι πιο φωτεινό και πιο αισιόδοξο
καμαρώνοντας αυτά τα παιδιά κι κυρίως
έχοντάς τα ως παράδειγμα και πρότυπα
προς μίμηση.
Χρόνια
Πολλά λοιπόν Ρουμλουκιώτες και
Ρουμλουκιώτισσες και του χρόνου να
είμαστε γεροί, να ξανανταμώσουμε για
να βραβεύσουμε σε μεγαλύτερες επιτυχίες
τους σημερινούς μας αθλητές και αθλήτριες,
αλλά και άλλους που θα ακολουθήσουν
ξωπίσω τους.