Του Φρεντερίκ Λορντόν
(...) Η πιο εντυπωσιακή ιδιότητα του νεοφιλελευθερισμού είναι η ικανότητά του να τροφοδοτεί τα προωθητικά βήματά του με τις ίδιες τις αποτυχίες του. Οι σύνοδοι κορυφής είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος αυτού του μεταβολισμού, που ακόμα δεν έχουμε δει το τέρμα του. Γιατί και η λιτότητα (που μόνο ένα παιδάκι θα μπορούσε να πιστέψει ότι είναι μεταβατική και έχει κάποιο όριο) θα γνωρίσει το ολέθριο πεπρωμένο που είχαν και τα προηγούμενα νεοφιλελεύθερα ευρήματα. Αυτή τη φορά, διατηρώντας ό,τι έχει συγκομιστεί, θα χρειαστεί να μετακινηθεί, γιατί η τοξική αντιπαραγωγικότητα της συντονισμένης ευρωπαϊκής λιτότητας τώρα πια είναι εξόφθαλμη.
Οι ίδιοι οι επενδυτές ζητούν ταυτόχρονα ένα πράγμα και το αντίθετό του –δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη, η οποία δολοφονείται μεθοδικά από τη δημοσιονομική πειθαρχία... Ακόμα και οι ίδιες οι κυβερνήσεις αρχίζουν να το διαπιστώνουν, καθώς σύρονται από τις αγορές και ασχολούνται με το να παρακολουθούν όπως μπορούν τις διαδοχικές μετατοπίσεις των εντολών τους. Τέλος, ακόμη και το ΔΝΤ, πολύ πιο σοβαρά από άλλες φορές, αρχίζει να ανησυχεί που η περιοριστική πολιτική σκοτώνει την ανάκαμψη (όλες οι προβλέψεις για το 2012 αναθεωρούνται βιαστικά προς τα κάτω, ακόμη και για τη Γερμανία που περηφανεύεται για το εξαγωγικά προσανατολισμένο οικονομικό μοντέλο της).
Από τη μείωση των δαπανών στην πτώση των μισθών
Τι μένει λοιπόν από τη στρατηγική της μείωσης των ελλειμμάτων, όταν οποιαδήποτε ανάπτυξη καταρρέει συνολικά στην Ευρώπη και αυτός ο συγχρονισμός υπόσχεται συσσώρευση νέων δεινών; Οι κυβερνήσεις μοιάζει να συνειδητοποιούν, έστω συγκεχυμένα, το πρόβλημα και μπορούμε ήδη να δούμε κάποια προμηνύματα αλλαγής στο βηματισμό τους, όχι τόσο για να εγκαταλείψουν τις πολύτιμες κατακτήσεις της πολιτικής της λιτότητας, όσο για να προσθέσουν σ’ αυτή νέες αναπτυξιακές κατευθύνσεις. Πρόκειται για τις δύο εμμονές του νεοφιλελευθερισμού, το κράτος και την αντίσταση της μισθωτής εργασίας.
Επειδή, όμως, δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν τα πράγματα τόσο ωμά, ο νεοφιλελευθερισμός πνίγει το κράτος μέσω του χρέους και επιτίθεται στη δεύτερη μιλώντας για «κόστος εργασίας και ανταγωνιστικότητα». Και να που το αδιέξοδο της λιτότητας προσφέρει τη δική του διέξοδο. Αν η δημοσιονομική αυστηρότητα αποδεικνύεται ολέθρια για τους ίδιους τους στόχους που θέτει σαν προφάσεις (μείωση των ελλειμμάτων), τίποτα δεν εμποδίζει τους νεοφιλελευθερους να προσθέσουν στη συνταγή τους τη στρατηγική της ανάκαμψης μέσω της ανταγωνιστικότητας – δηλαδή μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας (με άλλα λόγια, των μισθών).
Σύντομα θα δούμε, βλέπουμε ήδη στην πραγματικότητα, να τροποποιείται ο λόγος της επίσημης οικονομικής πολιτικής προοδευτικά, ώστε να κυριαρχήσει η ιδέα των ανταγωνιστικών εξαγωγών. Η συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης είναι πια τόσο φανερή, που η σωτηρία αναζητείται στην εξωτερική ζήτηση. Μεταβαπτισμένη σε «εσωτερική υποτίμηση» μ’ αυτό το λεκτικό μακιγιάζ που είναι χαρακτηριστικό μιας εποχής, αυτό το αντίγραφο του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού της δεκαετίας του ’80 θα γνωρίσει την ίδια αποτυχία που γνώρισε και το πρωτότυπο, για δύο τουλάχιστον λόγους.
Πρώτα πρώτα, αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια αποτελεσματικότητα, τα οφέλη της θα φανούν μεσοπρόθεσμα (η Γερμανία χρειάστηκε δέκα χρόνια συμπίεσης των μισθών για να εξασφαλίσει το σημερινό ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της). Κι αυτό αντίκειται στον επείγοντα χαρακτήρα της ανάγκης για ανάπτυξη, που είναι ο μόνος τρόπος για να μειωθεί γρήγορα η σχέση χρέους/ΑΕΠ.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι, εφόσον η ιδέα αυτή θα καθοδηγεί όλα τα ευρωπαϊκά κράτη , θα αποδειχτεί ματαιοπονία, γιατί έχει νόημα μόνον όταν εφαρμοστεί μονομερώς! Το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ένα σχετικό δεδομένο. Δεν γίνεται να επιδιώκουν όλοι να εφαρμόσουν το γερμανικό ενάρετο πρότυπο, γιατί η γενίκευσή του είναι αυτοκαταστροφική. Το αποτέλεσμα θα ήταν η μισθολογική λιτότητα να υπερβεί τη δημοσιονομική και η συμπληρωματική συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης να προστεθεί στην απουσία αύξησης της εξωτερικής.
Επιτυχίες που οδηγούν στην αποτυχία
Αλλά φαίνεται πως λίγο ενδιαφέρουν όλα αυτά τελικά, γιατί η αναποτελεσματικότητα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν υπήρξε ποτέ επαρκής λόγος για να κατηγορηθεί, και αυτό που μένει τελικά είναι τα θεσμικά κεκτημένα που συγκομίζει εν τω μεταξύ, μέχρι να οδηγηθεί στην αποτυχία – μείωση των συντάξεων, διευκόλυνση των απολύσεων, αποκέντρωση των διαπραγματεύσεων για τους μισθούς, αποδιάρθρωση του καθεστώτος προστασίας, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογική της «ελαστικοποίησης» των πάντων.
Η κρίση, όμως, του δημόσιου χρέους, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, θα αφήσει στις κυβερνήσεις τον απαραίτητο χρόνο για διαπραγματεύσεις; Δεν είναι καθόλου βέβαιο, γιατί ο αγώνας ταχύτητας αυτή την ώρα διεξάγεται ανάμεσα στους αναβλητικούς χειρισμούς του νεοφιλελευθερισμού και τη δυναμική της αποσύνθεσής του. Η οικονομία περνάει στη «φάση του πανικού» με την αιώνια λογική της να δοκιμάζει τα όρια αντοχής, πολλαπλασιάζοντας τους υποψήφιους για σωτηρία –και όσο πιο σημαντικά είναι τα έπαθλα, τόσο και πιο διεγερτικά γίνονται.
Το μόνο πράγμα που μπορεί να περιμένει κανείς από αυτό τον πολιτικό βαρβαρισμό του διορισμού τραπεζιτών στη θέση του πρωθυπουργού, είναι ότι θα συνεχιστεί η πολιτική των προκατόχων τους, αλλά η προώθηση της «εσωτερικής υποτίμησης» θα έχει και πάλι τον ίδιο προορισμό. Οι πρώην συνεργάτες της Γκόλντμαν Σαξ και της ΕΚΤ με πτυχία από πανεπιστήμια αφιερωμένα στη διάδοση της πτωχευμένης ορθοδοξίας, αποτελούν την τυπική προσωπογραφία του μοντέλου που έχει αποτύχει, αλλά επιμένει να επιστρέφει. (...)
Κανένας μηχανισμός δεν είναι αρκετός
Ο προσωρινός μηχανισμός στήριξης δεν σώζει την κατάσταση και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα συμβεί, αν την Ιταλία ακολουθήσει η Ισπανία ή, αίφνης, η Γαλλία... Κάθε χώρα που γίνεται υποψήφια για σωτηρία, πλήττει διπλά το μηχανισμό, και από την πλευρά των εκροών και από την πλευρά των εισροών, γιατί κάθε χώρα που μπαίνει στη λίστα των «σωζώμενων» βγαίνει αυτόματα από τη λίστα των «σωτήρων». Αυτά είναι τα όρια μιας λογικής που διατείνεται ότι σώζει τους μεν από το υπερβολικό χρέος υπερχρεώνοντας τους δε. Αν η Γαλλία χάσει το τριπλό Α, θα απειληθεί και το τριπλό Α του μηχανισμού στήριξης, γιατί η Γαλλία είναι δεύτερη στη λίστα των χωρών που συνεισφέρουν σ’ αυτόν μετά τη Γερμανία. (...)
Τα μέσα του μηχανισμού είναι εκ κατασκευής περιορισμένα και είναι και ο ίδιος εκτεθειμένος στις δοκιμασίες αντοχής των επενδυτών. Μόνο μια κεντρική τράπεζα, που μπορεί να τυπώνει χρήμα δυνητικά χωρίς όρια, μπορεί να αντιμετωπίσει με κάποια πιθανότητα επιτυχίας την κερδοσκοπία. Χρειάζεται, βέβαια, να το αποφασίσει και να το δηλώσει δημόσια και με δυνατή φωνή, αναγγέλλοντας τη χωρίς όριο αποδοχή ομολόγων, που είναι και ο μόνος τρόπος να υποχωρήσουν οι αγορές. (...)
Τι αξίζει να σωθεί
Όταν ζητάς, όμως, από την ΕΚΤ να λειτουργήσει έτσι, είναι σαν να την προτρέπεις να παραβιάσει τη δημοσιονομική ορθοδοξία, την οποία έχει ταχθεί να διαφυλάσσει. Αλλά και το να μην παρέμβει σημαίνει ότι αναλαμβάνει τον κίνδυνο να αφήσει την κατάσταση να εξελιχθεί μέχρι του σημείου η μόνη δυνατή διέξοδος να είναι η διάλυση της ευρωζώνης, που θα σημάνει και την εξαφάνιση της ΕΚΤ. Να πάψει να είναι πιστή στον εαυτό της ή να καταστραφεί, αυτό είναι το δίλημμα που προσπαθεί η ΕΚΤ να αντιμετωπίσει όπως όπως. (...)
Η ματαιοπονία των συνόδων κορυφής, που επαναλαμβάνονται διαπιστώνοντας ξανά και ξανά τις ανεπίλυτες αντιθέσεις που εμπεριέχει το σημερινό κοινό νόμισμα και οι πλασματικές εναλλαγές στην εξουσία των ίδιων από τους όμοιούς τους αποτελούν σημάδια μιας ευρωζώνης που αποπνέει απελπισία. (...) Ο απέραντος ερειπιώνας που θα διαδεχτεί τις αλυσιδωτές χρεοκοπίες και τις καταρρεύσεις τραπεζών, θα έχει σαν αποτέλεσμα μια κατάσταση tabula rasa για όλο τον κόσμο, μαζί και για τους νεοφιλελεύθερους. Δεν έχουμε δει ποτέ ένα σύστημα κυριαρχίας να παραδίδει τα όπλα μόνο του. Χρειάζεται να συσσωρευτεί πολύ μεγάλη ποσότητα ενέργειας από ένα σοκ συστημικής κατάρρευσης ή εσωτερικής εξέγερσης. Δεν θα ήταν τόσο κακό η δεύτερη ώθηση να συνοδεύει την πρώτη, παρ’ όλη την αβεβαιότητα που εμπεριέχει. Αν είναι να χαθεί ένας από τους δύο, ο νεοφιλελευθερισμός ή οι λαοί, ας χαθεί ο πρώτος.
Από τη Monde diplomatique
(...) Η πιο εντυπωσιακή ιδιότητα του νεοφιλελευθερισμού είναι η ικανότητά του να τροφοδοτεί τα προωθητικά βήματά του με τις ίδιες τις αποτυχίες του. Οι σύνοδοι κορυφής είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος αυτού του μεταβολισμού, που ακόμα δεν έχουμε δει το τέρμα του. Γιατί και η λιτότητα (που μόνο ένα παιδάκι θα μπορούσε να πιστέψει ότι είναι μεταβατική και έχει κάποιο όριο) θα γνωρίσει το ολέθριο πεπρωμένο που είχαν και τα προηγούμενα νεοφιλελεύθερα ευρήματα. Αυτή τη φορά, διατηρώντας ό,τι έχει συγκομιστεί, θα χρειαστεί να μετακινηθεί, γιατί η τοξική αντιπαραγωγικότητα της συντονισμένης ευρωπαϊκής λιτότητας τώρα πια είναι εξόφθαλμη.
Οι ίδιοι οι επενδυτές ζητούν ταυτόχρονα ένα πράγμα και το αντίθετό του –δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη, η οποία δολοφονείται μεθοδικά από τη δημοσιονομική πειθαρχία... Ακόμα και οι ίδιες οι κυβερνήσεις αρχίζουν να το διαπιστώνουν, καθώς σύρονται από τις αγορές και ασχολούνται με το να παρακολουθούν όπως μπορούν τις διαδοχικές μετατοπίσεις των εντολών τους. Τέλος, ακόμη και το ΔΝΤ, πολύ πιο σοβαρά από άλλες φορές, αρχίζει να ανησυχεί που η περιοριστική πολιτική σκοτώνει την ανάκαμψη (όλες οι προβλέψεις για το 2012 αναθεωρούνται βιαστικά προς τα κάτω, ακόμη και για τη Γερμανία που περηφανεύεται για το εξαγωγικά προσανατολισμένο οικονομικό μοντέλο της).
Από τη μείωση των δαπανών στην πτώση των μισθών
Τι μένει λοιπόν από τη στρατηγική της μείωσης των ελλειμμάτων, όταν οποιαδήποτε ανάπτυξη καταρρέει συνολικά στην Ευρώπη και αυτός ο συγχρονισμός υπόσχεται συσσώρευση νέων δεινών; Οι κυβερνήσεις μοιάζει να συνειδητοποιούν, έστω συγκεχυμένα, το πρόβλημα και μπορούμε ήδη να δούμε κάποια προμηνύματα αλλαγής στο βηματισμό τους, όχι τόσο για να εγκαταλείψουν τις πολύτιμες κατακτήσεις της πολιτικής της λιτότητας, όσο για να προσθέσουν σ’ αυτή νέες αναπτυξιακές κατευθύνσεις. Πρόκειται για τις δύο εμμονές του νεοφιλελευθερισμού, το κράτος και την αντίσταση της μισθωτής εργασίας.
Επειδή, όμως, δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν τα πράγματα τόσο ωμά, ο νεοφιλελευθερισμός πνίγει το κράτος μέσω του χρέους και επιτίθεται στη δεύτερη μιλώντας για «κόστος εργασίας και ανταγωνιστικότητα». Και να που το αδιέξοδο της λιτότητας προσφέρει τη δική του διέξοδο. Αν η δημοσιονομική αυστηρότητα αποδεικνύεται ολέθρια για τους ίδιους τους στόχους που θέτει σαν προφάσεις (μείωση των ελλειμμάτων), τίποτα δεν εμποδίζει τους νεοφιλελευθερους να προσθέσουν στη συνταγή τους τη στρατηγική της ανάκαμψης μέσω της ανταγωνιστικότητας – δηλαδή μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας (με άλλα λόγια, των μισθών).
Σύντομα θα δούμε, βλέπουμε ήδη στην πραγματικότητα, να τροποποιείται ο λόγος της επίσημης οικονομικής πολιτικής προοδευτικά, ώστε να κυριαρχήσει η ιδέα των ανταγωνιστικών εξαγωγών. Η συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης είναι πια τόσο φανερή, που η σωτηρία αναζητείται στην εξωτερική ζήτηση. Μεταβαπτισμένη σε «εσωτερική υποτίμηση» μ’ αυτό το λεκτικό μακιγιάζ που είναι χαρακτηριστικό μιας εποχής, αυτό το αντίγραφο του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού της δεκαετίας του ’80 θα γνωρίσει την ίδια αποτυχία που γνώρισε και το πρωτότυπο, για δύο τουλάχιστον λόγους.
Πρώτα πρώτα, αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια αποτελεσματικότητα, τα οφέλη της θα φανούν μεσοπρόθεσμα (η Γερμανία χρειάστηκε δέκα χρόνια συμπίεσης των μισθών για να εξασφαλίσει το σημερινό ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της). Κι αυτό αντίκειται στον επείγοντα χαρακτήρα της ανάγκης για ανάπτυξη, που είναι ο μόνος τρόπος για να μειωθεί γρήγορα η σχέση χρέους/ΑΕΠ.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι, εφόσον η ιδέα αυτή θα καθοδηγεί όλα τα ευρωπαϊκά κράτη , θα αποδειχτεί ματαιοπονία, γιατί έχει νόημα μόνον όταν εφαρμοστεί μονομερώς! Το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ένα σχετικό δεδομένο. Δεν γίνεται να επιδιώκουν όλοι να εφαρμόσουν το γερμανικό ενάρετο πρότυπο, γιατί η γενίκευσή του είναι αυτοκαταστροφική. Το αποτέλεσμα θα ήταν η μισθολογική λιτότητα να υπερβεί τη δημοσιονομική και η συμπληρωματική συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης να προστεθεί στην απουσία αύξησης της εξωτερικής.
Επιτυχίες που οδηγούν στην αποτυχία
Αλλά φαίνεται πως λίγο ενδιαφέρουν όλα αυτά τελικά, γιατί η αναποτελεσματικότητα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν υπήρξε ποτέ επαρκής λόγος για να κατηγορηθεί, και αυτό που μένει τελικά είναι τα θεσμικά κεκτημένα που συγκομίζει εν τω μεταξύ, μέχρι να οδηγηθεί στην αποτυχία – μείωση των συντάξεων, διευκόλυνση των απολύσεων, αποκέντρωση των διαπραγματεύσεων για τους μισθούς, αποδιάρθρωση του καθεστώτος προστασίας, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογική της «ελαστικοποίησης» των πάντων.
Η κρίση, όμως, του δημόσιου χρέους, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, θα αφήσει στις κυβερνήσεις τον απαραίτητο χρόνο για διαπραγματεύσεις; Δεν είναι καθόλου βέβαιο, γιατί ο αγώνας ταχύτητας αυτή την ώρα διεξάγεται ανάμεσα στους αναβλητικούς χειρισμούς του νεοφιλελευθερισμού και τη δυναμική της αποσύνθεσής του. Η οικονομία περνάει στη «φάση του πανικού» με την αιώνια λογική της να δοκιμάζει τα όρια αντοχής, πολλαπλασιάζοντας τους υποψήφιους για σωτηρία –και όσο πιο σημαντικά είναι τα έπαθλα, τόσο και πιο διεγερτικά γίνονται.
Το μόνο πράγμα που μπορεί να περιμένει κανείς από αυτό τον πολιτικό βαρβαρισμό του διορισμού τραπεζιτών στη θέση του πρωθυπουργού, είναι ότι θα συνεχιστεί η πολιτική των προκατόχων τους, αλλά η προώθηση της «εσωτερικής υποτίμησης» θα έχει και πάλι τον ίδιο προορισμό. Οι πρώην συνεργάτες της Γκόλντμαν Σαξ και της ΕΚΤ με πτυχία από πανεπιστήμια αφιερωμένα στη διάδοση της πτωχευμένης ορθοδοξίας, αποτελούν την τυπική προσωπογραφία του μοντέλου που έχει αποτύχει, αλλά επιμένει να επιστρέφει. (...)
Κανένας μηχανισμός δεν είναι αρκετός
Ο προσωρινός μηχανισμός στήριξης δεν σώζει την κατάσταση και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα συμβεί, αν την Ιταλία ακολουθήσει η Ισπανία ή, αίφνης, η Γαλλία... Κάθε χώρα που γίνεται υποψήφια για σωτηρία, πλήττει διπλά το μηχανισμό, και από την πλευρά των εκροών και από την πλευρά των εισροών, γιατί κάθε χώρα που μπαίνει στη λίστα των «σωζώμενων» βγαίνει αυτόματα από τη λίστα των «σωτήρων». Αυτά είναι τα όρια μιας λογικής που διατείνεται ότι σώζει τους μεν από το υπερβολικό χρέος υπερχρεώνοντας τους δε. Αν η Γαλλία χάσει το τριπλό Α, θα απειληθεί και το τριπλό Α του μηχανισμού στήριξης, γιατί η Γαλλία είναι δεύτερη στη λίστα των χωρών που συνεισφέρουν σ’ αυτόν μετά τη Γερμανία. (...)
Τα μέσα του μηχανισμού είναι εκ κατασκευής περιορισμένα και είναι και ο ίδιος εκτεθειμένος στις δοκιμασίες αντοχής των επενδυτών. Μόνο μια κεντρική τράπεζα, που μπορεί να τυπώνει χρήμα δυνητικά χωρίς όρια, μπορεί να αντιμετωπίσει με κάποια πιθανότητα επιτυχίας την κερδοσκοπία. Χρειάζεται, βέβαια, να το αποφασίσει και να το δηλώσει δημόσια και με δυνατή φωνή, αναγγέλλοντας τη χωρίς όριο αποδοχή ομολόγων, που είναι και ο μόνος τρόπος να υποχωρήσουν οι αγορές. (...)
Τι αξίζει να σωθεί
Όταν ζητάς, όμως, από την ΕΚΤ να λειτουργήσει έτσι, είναι σαν να την προτρέπεις να παραβιάσει τη δημοσιονομική ορθοδοξία, την οποία έχει ταχθεί να διαφυλάσσει. Αλλά και το να μην παρέμβει σημαίνει ότι αναλαμβάνει τον κίνδυνο να αφήσει την κατάσταση να εξελιχθεί μέχρι του σημείου η μόνη δυνατή διέξοδος να είναι η διάλυση της ευρωζώνης, που θα σημάνει και την εξαφάνιση της ΕΚΤ. Να πάψει να είναι πιστή στον εαυτό της ή να καταστραφεί, αυτό είναι το δίλημμα που προσπαθεί η ΕΚΤ να αντιμετωπίσει όπως όπως. (...)
Η ματαιοπονία των συνόδων κορυφής, που επαναλαμβάνονται διαπιστώνοντας ξανά και ξανά τις ανεπίλυτες αντιθέσεις που εμπεριέχει το σημερινό κοινό νόμισμα και οι πλασματικές εναλλαγές στην εξουσία των ίδιων από τους όμοιούς τους αποτελούν σημάδια μιας ευρωζώνης που αποπνέει απελπισία. (...) Ο απέραντος ερειπιώνας που θα διαδεχτεί τις αλυσιδωτές χρεοκοπίες και τις καταρρεύσεις τραπεζών, θα έχει σαν αποτέλεσμα μια κατάσταση tabula rasa για όλο τον κόσμο, μαζί και για τους νεοφιλελεύθερους. Δεν έχουμε δει ποτέ ένα σύστημα κυριαρχίας να παραδίδει τα όπλα μόνο του. Χρειάζεται να συσσωρευτεί πολύ μεγάλη ποσότητα ενέργειας από ένα σοκ συστημικής κατάρρευσης ή εσωτερικής εξέγερσης. Δεν θα ήταν τόσο κακό η δεύτερη ώθηση να συνοδεύει την πρώτη, παρ’ όλη την αβεβαιότητα που εμπεριέχει. Αν είναι να χαθεί ένας από τους δύο, ο νεοφιλελευθερισμός ή οι λαοί, ας χαθεί ο πρώτος.
Από τη Monde diplomatique