Του Γιώργου Ουρσουζίδη
Την τελευταία διετία όποιος επιχειρήσει να διαβάσει μία απλή
εφημερίδα ή να παρακολουθήσει κάποιο δελτίο ειδήσεων, εύκολα θα διαπιστώσει πως
χρειάζεται να είναι πτυχιούχος οικονομικού πανεπιστημίου για να βγάλει άκρη και
να καταλάβει τι θέλει να πει ο ποιητής. Τα πράγματα γίνονται τραγικά όταν οι
«γίγαντες» της δημοσιογραφίας των «μεγάλων» καναλιών κυριολεκτικά ψήνουν το
μυαλό μας, υπηρετώντας την σκοπιμότητα και τα συμφέροντα των αφεντικών τους.
Πριν μερικούς μήνες λοιπόν, βρέθηκα ξανά σε ένα πολύ καλό βιβλιοπωλείο,
στο Μπλαγκόεβγραντ της Βουλγαρίας, έπεσε στα χέρια ένα βιβλίο που εδώ και
αρκετό καιρό προσπαθώ να κατανοήσω και να μεταφέρω την όποια αλήθεια κρύβει,
και κρύβει πολλές και πικρές. Ο συγγραφέας του βιβλίου Philipp Bagus
γεννημένος στο Metingen της Γερμανίας μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον - από
τη χώρα της frau Merkel βλέπετε - σπουδαγμένος στη Μαδρίτη με καθηγητή
τον Jesus Huerta de Soto από την Ισπανία, ότι καλύτερος συνδυασμός δηλαδή, η
ατμομηχανή της Ε.Ε. απo την μια και με μια χώρα των PIIIGS απo τήν άλλη,
ίσως η πιο σοβαρή. Διαβάζοντας τον πρόλογο του βιβλίου πείσθηκα ότι κρατώ κάτι
πολύτιμο, έτσι αποφάσισα να το διαβάσω να το μεταφράσω και επιλέγοντας από τα
κεφάλαια του, ό,τι θεωρώ σημαντικότερο, να το δημοσιοποιήσω σχολιάζοντάς το. Νομίζω
αξίζει τον κόπο.
«Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ» του Philipp Bagus master
της οικονομίας του Universidad Rey Juan Carlos της
Μαδρίτης.
● Πρόλογος του βιβλίου,
από τον Jesus Huerta de Soto καθηγητού του
Universidad Rey Juan Carlos της Μαδρίτης.
Η σημερινή κρίση, με τα εθνικά δημόσια χρέη, είναι αποτέλεσμα της πιστωτικής
επέκτασης του Ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Στις αρχές του 21ου αιώνα
οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης –
Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία – βιώνουν την πιστωτική επέκταση,
εξαιτίας της οποίας το επίπεδο των επιτοκίων πέφτει σημαντικά. Η
πιστωτική επέκταση αυτή είναι συνδεδεμένη , τόσο με την κάθετη πτώση του
αναμενόμενου πληθωρισμού, όσο και με το αναλαμβανόμενο επενδυτικό ρίσκο
(ασφάλιστρο κινδύνου). Η πτώση αυτή οφείλεται στο prestige της
νεοϊδρυθείσας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σαν πιστό αντίγραφο της
Γερμανικής «budensbank».
Το επενδυτικό ρίσκο περιορίζεται τεχνητά, εξαιτίας της προσδοκώμενης στήριξης
από τα ισχυρά κράτη-μέλη. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ένα απολύτως
τεχνητό περιβάλλον ευημερίας (Μπουμ). Παρουσιάζονται οι λεγόμενες
«Φούσκες» της αγοράς, με τιμές διάφορες από την πραγματική τους αξία , όπως για
παράδειγμα οι τιμές των ακινήτων στην Ισπανία.
Τα νεοκδοθέντα χρήματα πλημυρίζουν τις χώρες της περιφέρειας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου χρηματοδοτούν την υπερκατανάλωση και
τις λάθος επενδύσεις, κυρίως στον ήδη διογκωμένο τομέα της
αυτοκινητοβιομηχανίας και των κατασκευών. Το ίδιο χρονικό διάστημα η πιστωτική
επέκταση, βοηθά την χρηματοδότηση και την διεύρυνση οικονομιών, εξαιρετικά
ασταθών «κρατών της ευημερίας».
Το 2007 άρχισαν να εμφανίζονται τα μικροοικονομικά αποτελέσματα,
ανατρέποντας την πορεία της «ανάπτυξης» (μπουμ), που στηρίζονταν στην τεχνική
χρηματοδότηση της πιστωτικής επέκτασης και όχι σε φυσικά αποθέματα
πραγματικών αποταμιεύσεων.
Οι τιμές των μέσων παραγωγής (εμπορεύματα – μισθοί) αρχίζουν να
ανεβαίνουν. Τα επιτόκια επίσης αυξήθηκαν εξαιτίας της πίεσης του
πληθωρισμού, γεγονός το οποίο ανάγκασε την Ε.Κ.Τ. να ελαττώσει τον
βηματισμό της πιστωτικής επέκτασης.
Εν τέλει οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών άρχισαν να αυξάνονται σε
σχέση με τις τιμές των μέσων παραγωγής (κόστος παραγωγής). Γίνονταν όλο και πιο
κατανοητό ότι, εξαιτίας της έλλειψης πραγματικών - φυσικών αποταμιεύσεων, ένα
μεγάλος αριθμός επενδύσεων δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένες, πολλές από αυτές
τις επενδύσεις υλοποιήθηκαν στον κατασκευαστικό τομέα. Ο πιστωτικός τομέας
αρχίζει να αισθάνεται την πίεση, την στιγμή κατά την οποία οι
υποθήκες αντικαθίστανται με αξιόγραφα (τίτλους), τα οποία εν τέλει
άμεσα ή έμμεσα, κυριάρχησαν στην εξισορρόπηση των οικονομικών δομών,
(καταλήγοντας πού αλλού, στα κιτάπια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων!). Η πίεση
φτάνει στο απόγειό της με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας «Lemans
Brothers», η οποία επέφερε ανεπανάληπτο πανικόστις χρηματοπιστωτικές
αγορές.
Αντί να αφήσουν τις δυνάμεις της αγοράς να δράσουν ελεύθερα, οι
κυβερνήσεις δυστυχώς αναμείχθηκαν στην αναγκαία και αναπόφευκτη
διαδικασία προσαρμογής («διόρθωση» της αγοράς) . Ακριβώς αυτή η απαράδεκτη -
καταστροφική παρέμβαση, όχι μόνο εμπόδισε στην πιο γρήγορη και γενικότερη
αποκατάσταση της αγοράς, αλλά επέφερε και σαν παράπλευρο αποτέλεσμα, την κρίση
των κρατικών δανείων (δημόσιου χρέους) την Άνοιξη του 2010. Οι κυβερνήσεις
επιχείρησαν να βάλλουν «πλάτη» στους ήδη διογκωμένους τομείς της οικονομικής
δραστηριότητας, αυξάνοντας επιπλέον τις δαπάνες προς αυτούς, πληρώνοντας
αδικαιολόγητες επιδοτήσεις σε όσους επιθυμούσαν να αποκτήσουν νέα
αυτοκίνητα, ώστε να στηρίξουν την αυτοκινητοβιομηχανία και ταυτόχρονα ξεκίνησαν
σχεδιασμούς «Φαραωνικών» υπερκατασκευών, προκειμένου να βοηθήσουν τον
κατασκευαστικό τομέα, όπως και τον πιστωτικό τομέα των τραπεζών ώστε να
υλοποιηθούν οι χρηματοδοτήσεις. Ακόμη περισσότερο, οι κυβερνήσεις υποστήριξαν
και απευθείας τον τομέα των χρηματοδοτήσεων εγγυώμενες για τις υποχρεώσεις του,
εθνικοποίησαν τράπεζες, αγοράζοντας μέρος των δραστηριοτήτων τους ή μέρος των
μετοχών τους.
Την ίδια χρονική περίοδο, εξαιτίας των «ρυθμίσεων» στην αγορά
εργασίας, η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη. Τα έσοδα των κυβερνήσεων από
τους φόρους και από την κοινωνική ασφάλιση κατρακύλησαν απότομα προς τα κάτω.
Τα έξοδα αντίθετα, για την στήριξη των ανέργων αυξήθηκαν ραγδαία. Οι φόροι, οι
οποίοι είχαν τεχνητά διογκωθεί στους τομείς των τραπεζών, των
κατασκευών και στην αυτοκινητοβιομηχανία στους καιρούς της «ευημερίας» του
μεγάλου Μπουμ, τώρα πλέον έχουν σχεδόν εξαφανισθεί. Εξαιτίας της κάθετης πτώσης
των εσόδων και των διαρκώς αυξανομένων εξόδων , το έλλειμμα και τα δάνεια των
κυβερνήσεων διογκώθηκαν υπερβολικά. Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα από την
αντίδραση των κυβερνήσεων ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης, η οποία
προκλήθηκε από το Μπουμ, πίσω από το οποίο δεν υπήρχαν πραγματικά αποθεματικά
κεφάλαια, φυσικών αποταμιεύσεων.
Η περίπτωση της Ισπανίας είναι η πλέον ενδεικτική. Η Ισπανική
κυβέρνηση επιχορηγεί την αυτοκινητοβιομηχανία, των τομέα των κατασκευών και τις
τράπεζες, οι οποίες είχαν σημαντικά διευρύνει την δραστηριότητα τους τον καιρό
της πιστωτικής επέκτασης την περίοδο της οικονομικής έκρηξης (Μπουμ), ταυτόχρονα
εξαιτίας της ακαμψίας στην αγορά εργασίας η ανεργία αγγίζει το 20%. Το
έλλειμμα που δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο, αρχίζει να τρομάζει τις αγορές
και τα άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε., τα οποία εν τέλει κατάφεραν να υποχρεώσουν
την Ισπανική κυβέρνηση να ανακοινώσει κάποια ημίμετρα δημοσιοοικονομικής
πειθαρχίας (λιτότητας), μόνο και μόνο για να μπορεί να συνεχίζει να
δανείζεται.
Στην περίπτωση αυτή το κοινό νόμισμα παρουσίασε ένα από τα
«πλεονεκτήματά» του. Χωρίς το ευρώ η Ισπανική κυβέρνηση, σχεδόν με απόλυτη
βεβαιότητα, θα ήταν υποχρεωμένη να υποτιμήσει το νόμισμά της, όπως ακριβώς
έκανε το 1993, όταν ξεκίνησε να τυπώνει χρήματα ώστε να μειώσει το έλλειμμά
της. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να επιφέρει επανάσταση στην δομή των
τιμών της χώρας και αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην περαιτέρω οικονομική
κατάρρευση των Ισπανών, από το γεγονός και μόνον, ότι οι τιμές των εισαγόμενων
προϊόντων θα είχαν πετάξει στους ουρανούς. Εκτός αυτού με την υποτίμηση η
κυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει να ξοδεύει χωρίς καμία απολύτως διαρθρωτική
μεταρρύθμιση στην οικονομία. Με το ευρώ σαν εθνικό νόμισμα η Ισπανία
και οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν μπορεί να υποτιμήσει το συνάλλαγμα της ή
απευθείας να τυπώσει χρήμα, ώστε να πληρώσει τα χρέη της. Στην περίπτωση αυτή,
οι κυβερνήσεις θα ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόσουν μέτρα δημοσιοοικονομικής
πειθαρχίας και να υλοποιήσουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις, μετά από πίεση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή από χώρες μέλη όπως η Γερμανία. Εξαιτίας αυτού του
γεγονότος είναι δυνατόν να εξελιχθεί το δεύτερο σενάριο για το μέλλον, το
οποίο εξετάζεται στο βιβλίο του Philipp Bagus.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα μπορούσε να αναθεωρηθεί και
επιβληθεί. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις τηςΟικονομικής Νομισματικής Ένωσης
θα πρέπει να συνεχίσουν και να εντείνουν τα μέτρα λιτότητάς και τις
μεταρρυθμίσεις προκειμένου να συμμορφωθούν με το Σύμφωνο Σταθερότητας και
Ανάπτυξης. Κάτω από την πίεση συντηρητικών χωρών όπως η Γερμανία, το σύνολο της
Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης θα ακολουθήσει τον δρόμο των παραδοσιακών
πολιτικών για την αντιμετώπιση κρίσεων με περικοπές δαπανών.
Σε αντίθεση με την ΟΝΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν την
Κεϋνσιανή συν-
ταγή για την αντιμετώπιση περιόδων ύφεσης. Σύμφωνα με την Κεϋνσιανή
θεώρηση, κατά τη διάρκεια της κρίσης η κυβέρνηση πρέπει να υποκαταστήσει την
πτώση της «συνολικής ζήτησης» αυξάνοντας τις δαπάνες της. Οι ΗΠΑ αρχίζουν να
δαπανούν σε βάρος του ελλείμματος και εφαρμόζουν εξαιρετικά σπάταλη νομισματική
πολιτική ώστε να πετύχουν «ιπτάμενο start» στην οικονομία. Ίσως μια από
τις ευεργετικές επιδράσεις του ευρώ ήταν ότι, «έσφιξε» όλη την
Ευρωζώνη και επέβαλε την πειθαρχία σε όλα τα μέλη της.
Έχω ισχυριστεί στο παρελθόν ότι το ενιαίο νόμισμα είναι ένα βήμα
προς τη σωστή κατεύθυνση, δεδομένου ότι, καθορίζει τις συναλλαγματικές
ισοτιμίες στην Ευρώπη και συνεπώς θέτει τέλος στο νομισματικό εθνικισμό και
το χάος των μεταβαλλόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που τις «επεξεργάζονται»
κατά το δοκούν οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Ο αγαπητός μου συνάδελφος Philipp Bagus με είχε προκαλέσει πάνω στη
μάλλον
θετική μου γνώμη για το ευρώ από τότε που ήταν μαθητής στην τάξη
μου, δείχνοντας σωστά τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού μεταξύ των ισοτιμιών.
Το βιβλίο του,
«Η Τραγωδία του Ευρώ», αποτελεί βαθυστόχαστη έκθεση των
επιχειρημάτων του εναντίον του ευρώ. Αν και το ενιαίο νόμισμα καταργεί τον
νομισματικό εθνικισμό στην Ευρώπη από θεωρητική άποψη, το ερώτημα είναι: πόσο
σταθερό είναι το ενιαίο νόμισμα στην πραγματικότητα; Ο Bagus ασχολείται με
αυτό το ερώτημα από δύο οπτικές γωνίες, παρέχοντας ταυτόχρονα τα δύο σημαντικά
επιτεύγματα και συνεισφορές αυτού του βιβλίου:
Μια ιστορική ανάλυση της προέλευσης του ευρώ και μια θεωρητική
ανάλυση της λειτουργίας και των μηχανισμών στη βάση του συστήματος της Ο.Ν.Ε.
Και οι δύο αναλύσεις δείχνουν την ίδια κατεύθυνση. Στην ιστορική
ανάλυση,ο Bagus ασχολείται με την προέλευση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αποκαλύπτει τα συμφέροντα των εθνικών
κυβερνήσεων, των πολιτικών και των τραπεζιτών με τρόπο παρόμοιο με αυτόν
που εφαρμόζει ο Rothbard σε σχέση με την προέλευση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των ΗΠΑ (Federal Reserve System) στο «Κατηγορητήριο κατά της Fed».
Στην πραγματικότητα, το βιβλίο θα μπορούσε κατ’ αναλογία να είχε
τίτλο «Κατηγορητήριο κατά της ΕΚΤ».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα πολιτικά συμφέροντα, τη δυναμική και τις
συνθήκες που οδήγησαν στην εισαγωγή του ευρώ, γίνεται ξεκάθαρο, ότι το ευρώ
ίσως ήταν στην πραγματικότητα, ένα βήμα στη λάθος κατεύθυνση: ένα βήμα
προς ένα πανευρωπαϊκό πληθωριστικό νόμισμα, προορισμένο να εκτοπίσει τους
περιορισμούς που ο ανταγωνισμός και η συντηρητική νομισματική πολιτική της
Bundesbank είχαν επιβάλει προηγουμένως.
Η θεωρητική ανάλυση του Bagus, υπογραμμίζει τους
πληθωριστικούς σκοπούς και τις ορέξεις του Ευρωσυστήματος ακόμα πιο
καθαρά. Αυτό το σύστημα αποκαλύπτεται ως ένα αυτοκαταστροφικό
δημιούργημα, που οδηγεί σε μαζική αναδιανομή στα όρια της Ευρωπαϊκής Νομισματικής
Ένωσης , που υποκινεί τις κυβερνήσεις για να χρησιμοποιούν την ΕΚΤ σαν
εργαλείο για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους.
Ο συγγραφέας καταδεικνύει, πως η έννοια «Τραγωδία της κοινής
ιδιοκτησίας», την οποία είχα εφαρμόσει στην περίπτωση του τραπεζικού συστήματος
κλασματικών (μερικών) αποθεμάτων, ισχύει και για το Ευρωσύστημα, όπου οι
διαφορετικές Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να εκμεταλλευτούν την αξία του
ενιαίου νομίσματος.
Χαίρομαι που αυτό το βιβλίο είναι διαθέσιμο στο κοινό.
Το μέλλον της Ευρώπης και του κόσμου εξαρτάται από την κατανόηση της
νομισματικής θεωρίας και των δράσεων των νομισματικών ιδρυμάτων.
Αυτό το βιβλίο είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την κατανόηση της
ιστορίας του ευρώ και του διεστραμμένου θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε.
Ελπίζω πως θα βοηθήσει στο να ανατραπεί η επικρατούσα τάση,
και να στραφούμε προς ένα σταθερό νομισματικό σύστημα στην Ευρώπη και
παγκοσμίως.
Jesus Huerta de Soto
Χρήσιμες έννοιες και θεσμοί.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή το μεγάλο πλυντήριο της
Ευρώπης: Μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, έχοντας την αρμοδιότητα της ρύθμισης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του ευρώ ως
ενιαίου νομίσματος.
Goldman Sachs : είναι μια από τις μεγαλύτερες στον
κόσμο διεθνείς τράπεζες επενδύσεων τραπεζικών τίτλων, ομολόγων, κινητών αξιών,
διαχείρισης επενδυτικών χαρτοφυλακίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων,
οικονομικών συμβούλων και εκτιμητών εξαγορών - συγχωνεύσεων και μ΄ ένα πλήθος
άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Πελάτες της εταιρείας αυτής είναι κυρίως
μεγάλες εταιρείες, κρατικές και ιδιωτικές, κυβερνήσεις χωρών αλλά και ιδιώτες.
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο οικονομικό παράγοντα στο χώρο της οικονομικής
διαχείρισης.
Πιστωτική επέκταση : Πλημμύρισμα της αγοράς με χρήμα, σε
οποιαδήποτε επιχειρηματική – οικονομική δραστηριότητα, εδώ χωρίς υπόβαθρο και
προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης.
Μπουμ : Τεχνητό περιβάλλον ευημερίας, επενδυτικών ευκαιριών και
εύκολου κέρδους , με σαθρό υπόβαθρο.
Υπερκατανάλωση : Είναι ένα κυρίαρχο στοιχείο της εποχής μας,
απόκτηση αγαθών χωρίς καμιά χρηστική αξία, που όμως τα πληρώνουμε δίκην φόρου
βλακείας, επειδή επιτήδειοι μας πείθουν να τα αγοράσουμε.
Spread : Το Spread ουσιαστικά μετράει την διαφορά μεταξύ δύο
πραγμάτων ή δύο τιμών. Στην περίπτωση της Ελληνικής οικονομία και της τρέχουσας
επικαιρότητας, το Spread (αυτό που ανεβοκατεβαίνει καθημερινώς) αναφέρεται στην
διαφορά των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα σε σχέση με τα επιτόκια
που πληρώνει η Γερμανία για τον δικό της δανεισμό.
Για παράδειγμα, αν η Γερμανία δανείζεται με 2% επιτόκιο και η Ελλάδα
με επιτόκιο 5%, τότε: 5-2=3, δηλαδή το spread είναι 300 μονάδες βάσης. Ένα
εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η σύγκριση γίνεται με την Γερμανία και
όχι με κάποια άλλη χώρα. Η Γερμανία έχει επιλεχθεί διότι θεωρείται η πιο
σταθερή και ισχυρή οικονομία στην ευρωζώνη, συνεπώς η σύγκριση γίνεται με
αυτήν.
CDS : Ανταλλαγή Κινδύνου Αθέτησης, είναι μια συμφωνία ότι
ο πωλητής των CDS θα αποζημιώσει τον αγοραστή σε περίπτωση ενός δανείου με προεπιλογή αθέτησης υποχρέωσης. The buyer
of the CDS makes a series of payments (the CDS "fee" or
"spread") to the seller and, in exchange, receives a payoff if the
loan defaultsΟ αγοραστής του CDS κάνει μια σειρά πληρωμών για τον πωλητή και,
σε αντάλλαγμα, λαμβάνει μια πληρωμή, εάν τα δάνεια προκύψουν επισφαλή.
Με άλλα λόγια πρόκειται για στοίχημα, με τίμημα την ευημερία ή την
καταστροφή μιας χώρας, την επιβίωση ή όχι των ανθρακωρύχων της Χιλής κ.λ.π.
Τόσο απλά !!