Σελίδες

Κακή κουρά.


Τα σημειολογικά μας αντανακλαστικά έχουν κάπως αμβλυνθεί, ίσως γιατί κυριαρχεί πλέον μια συγκεκριμένη θεωρητική και ιδεολογική τάση που θεωρεί κάθε ερμηνευτική άτοπη ή και ύποπτη, ίσως γιατί έχουμε τόσο υπερεκτεθεί σε σημεία που πλέον δεν τα αντιλαμβανόμαστε παρά ως «εικόνες», με την έννοια που έδινε στις εικόνες ο C.S. Peirce. Σημεία δηλαδή που έχουν «τοπολογική ομοιότητα» με το αντικείμενο αναφοράς τους και δεν είναι παρά αυτό που δείχνουν: ένας διαδηλωτής στις ειδήσεις που πετάει μολότωφ δεν είναι παρά ένας διαδηλωτής στις ειδήσεις και ένας πρωθυπουργός που μιλάει από το Καστελόριζο, δεν είναι παρά ένας πρωθυπουργός στο Καστελόριζο, ακόμη κι αν από πίσω του εκείνη την ώρα περνάει μια ψαρότρατα με την ελληνική σημαία να κυματίζει. Ή ίσως πάλι να έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στη δομή του κόσμου και να θεωρούμε μάταιη κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του νοήματός του.
Ωστόσο, ο χαριτωμένος αυτός ευφημισμός που αποκαλεί την πτώχευση κούρεμα δεν αποσιωπεί μόνον μια λέξη ταμπού,  παραλλάσσοντας λεξιλογικά μια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που θα γίνει αργά ή γρήγορα από όλους αντιληπτή. Αντικαθιστά ένα συνειρμικό πεδίο –την πτώχευση: ένας αξύριστος και ατημέλητος επιχειρηματίας με το κεφάλι σκυμμένο και μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και τους λογαριασμούς συσσωρευμένους στο πάτωμα και το γραφείο του– με ένα άλλο –το κούρεμα και το πλήθος των πολιτισμικών συνδηλώσεών του: από την haute coiffure και τις κυρίες που ξεφυλλίζουν περιοδικά κουτσομπολεύοντας κάτω από ωοειδή σεσουάρ μέχρι τη μύχια σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κουρέα, κι ας είναι ο Μπίλυ Μπομπ Θόρτον στον «Άνθρωπο που δεν ήταν εκεί», και στον πελάτη του που κάθεται βαθιά στην πολυθρόνα και δέχεται γαλήνιος τις κομμωτικές περιποιήσεις. Το κούρεμα βρίσκεται στο κέντρο ενός πλέγματος σημασιών.  Η χρήση του όρου δεν καθησυχάζει και δεν παρηγορεί απλώς όσους κατεξοχήν θα υποστούν τις συνέπειες από την οικονομική αυτή κίνηση. Κυρίως χειραγωγεί τις αναπαραστάσεις που έχουμε για την οικονομία, για την πολιτική και για την ηθική.
Θέτοντας καταρχάς ένα ζήτημα κομψότητας. Από τον Οδυσσέα που όταν πια πρόκειται να παρουσιαστεί στην Πηνελόπη αφήνεται στη στυλιστική περιποίηση της Παλλάδας –«από την κεφαλή του μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια»– μέχρι το περιοδικό Fantastic Man, τη σύγχρονη βίβλο του αντρικού στυλ που συνοψίζει όλη την ποπ εικόνα του Brian Ferry στις διαδοχικές κομμώσεις του, ο σωστά κουρεμένος άνθρωπος είναι εκείνος που έχει εκπληρώσει την αναγκαία, αν και όχι πάντα ικανή συνθήκη, για να μπει στα καλύτερα σαλόνια, να γοητεύσει και να υποσχεθεί πρώτα με την εικόνα του όσα θα χρειαστεί να αποδείξει αργότερα με τις πράξεις του.
Υπονοώντας κατά δεύτερο λόγο μια πράξη ευπρέπειας. Οι τρίχες που πετάνε ατίθασες θέτουν ένα επίμονο ηθικό ζήτημα, όπως ηθικός είναι κατά βάση και όλος ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας όχι μόνον για τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα σε αυτό το σημείο αλλά και για τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας και εν πολλοίς της τάξης. Μικρές ανομίες, άτυπες συναλλαγές, το προσωπικό συμφέρον έναντι του συλλογικού, αυτοί είναι οι κοινοί τόποι που επιχειρούν να εξηγήσουν την κρίση. Ακόμη και η προβαλλόμενη συλλογική ευθύνη μεταθέτει την πολιτική επιχειρηματολογία στο πεδίο της κατηγορικής προσταγής. Ο λαός, ένα συντεταγμένο πολιτικό σώμα με κανόνες συγκρότησης και εκπροσώπησης δεν μπορεί να τα «φάει» ούτε από πολιτική ούτε από οντολογική άποψη· αυτοί που μπορούν να τα φάνε είναι τα υποκείμενα που είναι έρμαια των παθών και της ατομικής τους κρίσης. Ακόμη περισσότερο, η ίδια η έννοια του χρέους είναι ηθικής και όχι οικονομικής τάξης και φέρνει τον υπόχρεο αντιμέτωπο όχι μόνον με την οφειλή του αλλά και με τα σφάλματά του που τον οδήγησαν σε αυτή την οφειλή και με τον καθολικό νόμο ο οποίος επιβάλλει την εξόφλησή της. Ο παραστρατημένος άνθρωπος που έχει για πολλά χρόνια περιπλανηθεί στο περιθώριο της ανομίας και παίρνει την απόφαση να μεταμεληθεί, καλά θα κάνει πρώτα να κουρευτεί, ώστε τουλάχιστον κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη να πάρει δυνάμεις από ετούτη την αποκατεστημένη του εικόνα για τον δύσκολο δρόμο της αρετής που έχει να κατακτήσει.
Επιβάλλοντας όμως κυρίως έναν μηχανισμό συμμόρφωσης. Το κούρεμα είναι ένας από τους πρώτες τελετουργίες ένταξης σε οποιοδήποτε σώμα του οποίου η βασική προϋπόθεση λειτουργίας είναι η πειθαρχία, από το στρατό μέχρι τις φυλακές. Έχει μυητικό χαρακτήρα, καθιστά τα μέλη του συστήματος ομοιόμορφα και με αυτόν τον τρόπο ακυρώνει τους ενδείκτες της προσωπικότητάς τους, η οποία αργότερα θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην εκτέλεση των διαταγών. Ο κουρεμένος είτε στην τραγική εκδοχή του στρατόπεδου συγκέντρωσης είτε στην ελαφριά τιμωρητική εκδοχή του κεκαρμένου τεντιμπόι είναι ο ταπεινωμένος άνθρωπος που μέχρι τουλάχιστον να επανέλθουν τα μαλλιά του σε μια κόσμια εκδοχή θα κοιτάζει τον εαυτό του και θα θυμάται τα κρίματα που τον οδήγησαν σε αυτό το επονείδιστο σημείο διαπόμπευσης.
Το κούρεμα -κατεξοχήν συμβολικός και προσωρινός ακρωτηριασμός- είναι επώδυνο, επειδή ακριβώς είναι συμβολικό. Όπως και στο πένθος, όπου η θυσία της κόμης ή το συμβολικό αντίστοιχό της, η αποχή από το κούρεμα, συμβολοποιεί την περίοδο της διαχείρισης της απώλειας –του αγαπημένου προσώπου, της οικονομικής και πολιτικής ασφάλειας– το κούρεμα είναι η απαρχή ενός κύκλου όπου τίποτε δεν έχει χαθεί κι όμως έχουν χαθεί τα πάντα. Το κούρεμα δεν είναι μια πραγματική επανεκκίνηση ούτε ένα πραγματικό τέλος. Είναι όμως η εναρκτήρια επίκληση μιας μυθολογίας στην οποία η ταπείνωση συνυπάρχει με την κομψότητα, η ευπρέπεια με την πειθαρχία, η απώλεια με την προσδοκία της ανάκτησης.
Aπό Theophilos Tramboulis
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 18 του περιοδικού Κοντέινερ.