«(Η "αριστερά") εξανάγκασε με στοχευμένες κινητοποιήσεις
και μαξιμαλιστικές θέσεις μεγάλες και μικρότερες επιχειρήσεις να βάλουν
"λουκέτο", καταδικάζοντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους.
Αναφέρουμε για παράδειγμα ότι στις αρχές της 10ετίας του 1990, Pirelli και
Goodyear αποχώρησαν από την Ελλάδα, επειδή τα συνδικάτα δεν δέχθηκαν τη μείωση
του προσωπικού κατά 10%. Μέχρι τότε, το 80% των ελαστικών αυτοκινήτων
κατασκευαζόταν στην Ελλάδα και γίνονταν και εξαγωγές, ενώ σήμερα εισάγονται
όλα».
Η προσπάθεια αληθοφανούς κατασυκοφάντησης των εργατικών αγώνων, αποσκοπεί
έμμεσα πλην σαφώς να πλήξει το ΚΚΕ, σαν υποκινητή καταστροφικών ! εργατικών διεκδικήσεων.
Ποια όμως είναι η πραγματικότητα;
Το παράδειγμα της Goodyear είναι αποκαλυπτικό και ξεσκεπάζει τους
εμπνευστές της σπέκουλας σε βάρος των εργατικών αγώνων. Το εργοστάσιο της
Goodyear στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης έκλεισε οριστικά το καλοκαίρι του 1996. Εως
τότε, διατηρούσε το 50% της ελληνικής αγοράς και ταυτόχρονα έκανε εξαγωγές
ύψους 5 δισ. δραχμές (περίπου 15
εκ. ευρώ), ποσό μεγάλο για την εποχή.
Η λειτουργία του εργοστασίου ξεκίνησε το 1978. Τα οικονομικά
αποτελέσματα που κατέγραφε ήταν αξιοζήλευτα για τις επιχειρήσεις της εταιρείας
σε άλλες χώρες. Ενδεικτικά, οι πωλήσεις της Goodyear Hellas, από 15,2 δισ. δρχ.
το 1992, έφτασαν στα 18 δισ. δρχ. το 1993 και στα 23,3 δισ. δρχ. το 1995.
Αντίστοιχα, τα κέρδη της επιχείρησης στην Ελλάδα, από το 1 δισ. δρχ. το 1992
διαμορφώθηκαν στα 1,8 δισ. το 1994 και στα 1,7 δισ. το 1995. Σύμφωνα με
δημοσιεύματα στα οικονομικά φύλλα της εποχής, η μέση απόδοση των ιδίων
κεφαλαίων ξεπερνούσε ακόμα και το 35%!
Τη χρονιά που έκλεισε, το εργοστάσιο της Σίνδου κάλυπτε το 0,9% της
παγκόσμιας παραγωγής της Goodyear και συνεισέφερε κατά 3,5% στα παγκόσμια κέρδη
της πολυεθνικής. Με άλλα λόγια, η Goodyear είχε κέρδος από τη δραστηριοποίησή
της στην Ελλάδα και μάλιστα, το 1995, μια χρονιά πριν κλείσει το εργοστάσιο,
είχε αναβαθμίσει τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, με επένδυση ύψους 900 εκατ.
δρχ.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι η πολυεθνική απολάμβανε ιδιαίτερης
μεταχείρισης από το τότε αστικό κράτος, καθώς και το ότι το σύνολο των κρατικών
παραγγελιών σε ελαστικά (κύρια για τις Ενοπλες Δυνάμεις) πήγαινε στην Goodyear,
συνιστούσε παράγοντα αύξησης και διασφάλισης της κερδοφορίας της. Σημειωτέον
ότι από το 1994 η ελληνική καπιταλιστική οικονομία βρισκόταν σε φάση
μεγέθυνσης. Μέχρι το 2008, ο μέσος όρος ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν 3,4%
σε ετήσια βάση.
Τι έγινε;
Τι έγινε, λοιπόν, και έκλεισε το εργοστάσιο; Η ΝΔ και οι άλλοι
συκοφάντες του εργατικού κινήματος λένε πως η απαίτηση των 350 εργαζομένων για
υπογραφή ικανοποιητικής Συλλογικής Σύμβασης, είναι αυτή που οδήγησε την
εταιρεία στο να βάλει λουκέτο. Στην πραγματικότητα, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
είχε παρέμβει ανοιχτά υπέρ της πολυεθνικής και είχε σύρει την πλειοψηφία του
σωματείου, που ήταν επίσης ΠΑΣΟΚ, σε συμβιβασμό με την εργοδοσία.
Το ίδιο το σωματείο, έγραφε σε ανακοίνωσή του μετά το λουκέτο: «(...)
εφέτος, όπως επιθυμούσε η εταιρεία, υπογράψαμε σύμβαση και δεχτήκαμε μειώσεις
επιδομάτων, μείωση προσωπικού, λειτουργία 4ης βάρδιας εκεί που η εταιρεία
επιθυμούσε για φέτος, με δυνατότητα επέκτασης σε όλο το εργοστάσιο, όταν η
εταιρεία το επιθυμούσε. Ολα τα παραπάνω, με στόχο τη μείωση του κόστους (...)»
(«Ριζοσπάστης», 24/6/1996).
Αρα, το παραμύθι των «κακών» εργαζομένων, που με τις «μαξιμαλιστικές
διεκδικήσεις τους κλείνουν τα εργοστάσια», όπως λέει η ΝΔ και άλλοι, δεν μπορεί
να σταθεί ούτε για αστείο στην περίπτωση της Goodyear. Ο λόγος για τον οποίο
έκλεισε το εργοστάσιο, είναι ο ίδιος για τον οποίο ο κάθε καπιταλιστής επενδύει
ή αποσύρει τα κεφάλαιά του από έναν κλάδο, από μια χώρα, μια επιχείρηση: Η
μεγιστοποίηση του κέρδους του.
Τι είχε γίνει στην πραγματικότητα; Εβδομήντα χρόνια μετά την
εμφάνισή της στην Ευρώπη, η αμερικάνικη Goodyear, όπως και άλλες πολυεθνικές
εταιρείες - μεγαθήρια στον κλάδο τους, έσπευσε να εκμεταλλευτεί τις σαρωτικές
ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και
να μεταφέρει μέρος της παραγωγής σε χώρες με μικρότερο συγκριτικά «εργατικό
κόστος», αναδιαρθρώνοντας εκ βάθρων τα εργοστάσιά της.
Λίγους μήνες πριν βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο της Σίνδου, η
Goodyear διέθετε σε 8 χώρες στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική 10 μονάδες, εκ
των οποίων οι δύο στην Τουρκία, με 13.000 εργαζομένους. Τη διαφορά όμως έκανε η
υπερσύγχρονη - πρώην κρατική - μονάδα παραγωγής ελαστικών αυτοκινήτων, που
απέκτησε η πολυεθνική στην Πολωνία και η απόφασή της να πραγματοποιήσει εκεί επενδύσεις
για την παραγωγή ελαστικών υψηλής τεχνολογίας.
Η συγκεκριμένη επένδυση σχεδιαζόταν αρχικά να γίνει στην Ελλάδα,
όπου, σύμφωνα με Ελληνα - στέλεχος της επιχείρησης, «το κόστος παραγωγής
ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος (στην Ελλάδα) ήταν απόλυτα ανταγωνιστικό σε
σύγκριση με το αντίστοιχο του υπολοίπου ευρωπαϊκού δικτύου». Σαν
αποτέλεσμα, αν και κερδοφόρο, το εργοστάσιο της Σίνδου διαγράφηκε από τα
επενδυτικά πλάνα της επιχείρησης και μετά από λίγους μήνες έκλεισε οριστικά,
μαζί με άλλα εργοστάσια της εταιρείας στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία) και την
Αφρική (Μαρόκο).
Είναι αυτονόητο ότι, σε όλες τις παραπάνω χώρες, το εργατικό κίνημα
ήταν είτε πολύ αδύναμο, είτε ενσωματωμένο πλήρως, για να μπορεί κανείς να του
αποδώσει ευθύνες στο κλείσιμο των εργοστασίων της Goodyear, εξαιτίας
«μαξιμαλιστικών θέσεων» και τα άλλα φαιδρά που λέει η ΝΔ. Η ίδια η πολυεθνική,
στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 22/6/96, παραδεχόταν ότι το λουκέτο στη Σίνδο
ήταν αποτέλεσμα «διαρθρωτικών αλλαγών στην ευρωπαϊκή στρατηγική της
εταιρείας στην παραγωγή ελαστικών».
Ακόμα και το ΒΗΜΑ της εποχής, διαχρονικός εκφραστής της αστικής
προπαγάνδας, σε σχετικό δημοσίευμα (27/8/1996) αναγκαζόταν να ομολογήσει: «Κάποιες
θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα κερδίζουν για λογαριασμό
τους τη μάχη της ανταγωνιστικότητας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, κάποιες
τη χάνουν. Οι πολυεθνικές συγκεντρώνουν λοιπόν τις δραστηριότητές τους σε
ορισμένες χώρες, συνεκτιμώντας το κόστος παραγωγής και πολλά άλλα κριτήρια.
Αυτό συμβαίνει και με την Goodyear».
Στο ίδιο ρεπορτάζ, το ΒΗΜΑ αναφερόταν και σε δήλωση του τότε
προέδρου της Goodyear, Samir F. Gibara, ο οποίος, λίγους μήνες πριν το λουκέτο
στη Σίνδο, είχε ανακοινώσει κέρδη - ρεκόρ για την πολυεθνική, εξαγγέλλοντας
ταυτόχρονα «γεωγραφική διαφοροποίηση της παραγωγικής ικανότητας...».
«Λουκέτα» - καρμπόν
Με άλλα λόγια, το λουκέτο στο εργοστάσιο ήταν προμελετημένο και
καμιά σχέση δεν έχει με τους αγώνες των εργαζομένων για αξιοπρεπείς μισθούς και
συνθήκες δουλειάς. Ακόμα και το γεγονός ότι ήταν ένα κερδοφόρο εργοστάσιο, δεν
εμπόδισε την πολυεθνική να το κλείσει, αφού το κέρδος από τη μεταφορά της
παραγωγικής δραστηριότητας σε άλλη χώρα, εν προκειμένω στην Πολωνία, ήταν
μεγαλύτερο και άρα η απόφαση για λουκέτο προειλημμένη.
Μάλιστα, όπως έγραφε το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη», αμέσως μετά το
λουκέτο, στο εργοστάσιο (25/7/1996),«στη διάρκεια σύσκεψης χτες στο Εργατικό
Κέντρο Θεσσαλονίκης, ο Ι. Ρεγκούζας, μέλος της ΤΕ της ΝΔ και νομαρχιακός
σύμβουλος, ανέφερε πως είχε πληροφορηθεί σχετικά για τη μελέτη μετεγκατάστασης
πριν από 4 μήνες, από υπάλληλο της Good Year»!
Στο ίδιο ρεπορτάζ, ο τότε αντιπρόεδρος της πολυεθνικής στην Ευρώπη
Σίλβιαν Βαλένσι και ο (επίσης τότε) υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της εταιρείας
στην Ελλάδα, Μιχάλης Λαβετζής, εμφανίζονται να ομολογούν δημόσια ότι το λουκέτο
ήταν προγραμματισμένο και ότι «η εταιρεία περίμενε την καλοκαιρινή περίοδο
για να κλείσει το εργοστάσιο, ούτως ώστε να μην υπάρξουν επικίνδυνες
συνέπειες». Τη μέρα που ανακοινώθηκε ότι κλείνει το εργοστάσιο, η
πλειοψηφία των εργαζομένων ήταν σε καλοκαιρινή άδεια.
Πανομοιότυποι είναι οι λόγοι για τους οποίους και η Pirelli έκλεισε
το δικό της εργοστάσιο στην Πάτρα, το 1991, προβάλλοντας τότε σαν αφορμή τις
κινητοποιήσεις των 800 εργαζομένων ενάντια στις απολύσεις 200 συναδέλφων τους και
ενώ η εταιρεία βρισκόνταν και αυτή σε φάση «αναδιοργάνωσης». Για του λόγου το
αληθές, την περίοδο που έκλεινε η Goodyear, στέλεχος της Pirelli δήλωνε σε
οικονομική εφημερίδα: «Σήμερα, δεν πρέπει να λέμε ότι το κόστος εργασίας
στην Ελλάδα είναι υψηλό και γι' αυτό η παραγωγή δε συμφέρει εδώ, αλλά να λέμε
ότι το κόστος αυτό είναι αλλού χαμηλότερο σε σχέση με το ελληνικό και γι' αυτό
συμφέρει η παραγωγή αλλού».
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους έκλεισε η «Φριγκογκλάς», που ήταν
κερδοφόρα και η ιδιοκτησία της αποφάσισε να μεταφέρει σε άλλο κράτος τις
δραστηριότητές της, απολύοντας την πλειοψηφία των εργατών. Οπως και η «ΖΗΜΕΝΣ
HELLAS» στη Θεσσαλονίκη, που ήταν επίσης κερδοφόρα, ή τα εργοστάσια ζάχαρης, η
ΕΤΜΑ που πήγε στην Κίνα, και χιλιάδες ακόμα επιχειρήσεις, που είτε μαράζωσαν
από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, είτε τα αφεντικά τους τις μετέφεραν σε άλλες
χώρες, είτε τις έκλεισαν για να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε άλλους,
περισσότερο κερδοφόρους κλάδους.
Κάτι ακόμα: Για τη μεταφορά επιχειρήσεων σε άλλες χώρες, η ΝΔ και το
ΠΑΣΟΚ είναι διπλά υπόλογοι στους εργαζόμενους, στους οποίους με θράσος κουνάνε
το δάχτυλο. Με τους δικούς τους νόμους, το κράτος έφτασε να επιδοτεί μέχρι και
την αγορά μηχανήματος fax (!) για τους επιχειρηματίες που έκαναν εξαγωγή
κεφαλαίων στο Ελντοράντο των ρημαγμένων Βαλκανίων, μετά από το διαμελισμό τους,
στον οποίο πρόθυμα συμμετείχαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, στο πλευρό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Σαν αποτέλεσμα, οι ελληνικές επενδύσεις στην ΠΓΔΜ ανέρχονται σήμερα
σε περισσότερα από 1 δισ. ευρώ, ενώ το εμπορικό επιμελητήριο στη Βουλγαρία
καταγράφει περίπου 800 ελληνικές επιχειρήσεις, με 82.000 εργαζόμενους στο
σύνολο. Οι επιχειρήσεις αυτές αναφέρουν ότι μεταφέρθηκαν εκεί κυρίως, επειδή η
Βουλγαρία απολαμβάνει το χαμηλότερο ποσοστό φόρου στην ΕΕ, προσφέρει φτηνά
εργατικά χέρια, μακροοικονομική σταθερότητα, καλές υπηρεσίες μεταφορών, φτηνά
ακίνητα και ενοίκια, τα περισσότερα εκ των οποίων ισχύουν και για την ΠΓΔΜ.
Να, λοιπόν, ποιος κλείνει τα εργοστάσια: Ο καπιταλισμός σε ανάπτυξη
και κρίση. Η αναρχία στην καπιταλιστική παραγωγή, που σημαίνει επενδύσεις μόνο
σε κλάδους που είναι κερδοφόροι για το κεφάλαιο, ακόμα και αν εχθρεύονται τις
σύγχρονες ανάγκες του λαού. Η ΕΕ των μονοπωλίων και οι ελευθερίες της Συνθήκης
του Μάαστριχτ, για απρόσκοπτη κίνηση κεφαλαίων, όπου και όταν υπάρχει κέρδος
για τον καπιταλιστή.
Οι ευθύνες για τα λουκέτα ανήκουν αποκλειστικά στα κόμματα της ΕΕ,
με πρώτα τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Είναι η άλλη όψη των μέτρων που νομοθετούν για να
βαθαίνει η εργασιακή εκμετάλλευση στις επιχειρήσεις των καπιταλιστών. Αυτούς
υπηρετούν με την πολιτική τους και τους υπερασπίζονται, πολεμώντας ακόμα και τα
στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, για να μη στερηθεί ο εργοδότης ούτε σεντ από
τα κέρδη του.
Να γιατί η ήττα της πολιτικής τους είναι προϋπόθεση για λαϊκή
ευημερία. Να γιατί ο άλλος δρόμος ανάπτυξης, οι κοινωνικοποίηση των μέσων
παραγωγής με εργατική λαϊκή εξουσία είναι η μόνη διέξοδος που συμφέρει το λαό,
η μόνη ικανή να εξαλείψει την ανεργία, να αναπτύξει στο έπακρο όλες τις
παραγωγικές δυνάμεις, να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες σε βασικά προϊόντα και να
κάνει και εξαγωγές. Αυτή την εναλλακτική λύση θέλουν να κρύψουν από το λαό οι
αστοί και τα κόμματά τους, γι' αυτό συκοφαντούν τους αγώνες και το ΚΚΕ.