Σελίδες

Ο καλός ιδιωτικός τομέας, το κακό Δημόσιο και ο... άσχημος καπιταλισμός


Τις δεκαετίες του '60 και 70, οι κομμουνιστές κατηγορούνταν από τους αντιπάλους τους, ότι στόχευαν να διαλύσουν το θεσμό της οικογένειας και να καταργήσουν το κράτος...
Ποιος θα φανταζόταν ότι θα εμφανίζονταν στο πολιτικό προσκήνιο οι «πολέμιοι» του κράτους, αλλά αυτή τη φορά, από την αντίπερα όχθη, αυτή της αστικής τάξης. Εκφραστής της νέας «αντικρατικής» ιδεολογίας, η λεγόμενη σχολή του Σικάγου με επικεφαλής τον οικονομολόγο Μίλτος Φρίντμαν, η οποία πρέσβευε ότι επιχειρούσε να προσαρμόσει τη φιλελεύθερη οικονομική σκέψη της εποχής του Ανταμ Σμιθ στα σύγχρονα δεδομένα. Από εκεί απορρέει και ο όρος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος και τους αποδόθηκε.
Πολλά έχουν γραφεί από τότε για την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, τη σχολή του Σικάγου και τον Φρίντμαν.
Αυτό το οποίο έχει σημασία, είναι, ότι το σύνολο των επιχειρημάτων της αντιδραστικής θεωρίας της σχολής του Σικάγου, η οποία τα τελευταία 30 χρόνια έγινε το επίσημο κρατικό δόγμα των καπιταλιστικών κυβερνήσεων σε όλο τον πλανήτη, επειδή εξέφραζε και εκφράζει αυθεντικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου στις σύγχρονες συνθήκες, χρησιμοποιούνται και σήμερα από την εγχώρια αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκφραστές, για να δικαιολογηθούν τα πρωτοφανούς βαρβαρότητας μέτρα που έχουν πάρει σε βάρος του ελληνικού λαού, στο όνομα της αντιμετώπισης του χρέους.
Οι «αντικρατιστές μας» αποφεύγουν σαν το διάβολο το λιβάνι να αναλύσουν την ταξική διάσταση του κράτους - όργανο υποταγής των καταπιεζομένων στους καταπιεστές - ούτε και αμφισβητούν την ανάγκη ύπαρξής του. Το «λιγότερο κράτος», σε καμία περίπτωση δε σημαίνει αμφισβήτηση του κράτους στην προοπτική της κατάργησης και απονέκρωσής του, όταν και εφόσον δημιουργηθούν εκείνες οι υλικές προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την εμφάνιση της κομμουνιστικής, αταξικής κοινωνίας.
Αφού ξεπερνούν διά της πλαγίας οδού το κρίσιμο αυτό θέμα, επιτίθενται στο «ουδέτερο», αδηφάγο κράτος, το οποίο «διανθίζουν» με ό,τι πιο απαξιωτικό διαθέτει το λεξιλόγιο της κλασικής φιλολογίας.
Υποστηρίζουν συγκεκριμένα ότι το «μεγάλο κράτος» αποτελεί την πηγή της κακοδαιμονίας των σύγχρονων κοινωνιών, με την επέκτασή του σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και των κρατικών δαπανών και «κοινωνικές παροχές». Το «μεγάλο κράτος» χαρακτηρίζεται επίσης ως αντιπαραγωγικό, σπάταλο, γραφειοκρατικό, εστία διαφθοράς, και πηγή παραγωγής ελλειμμάτων, ενώ με τις οικονομικές λειτουργίες που αναπτύσσει πνίγει την υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος φυτοζωεί στη σκιά του πρώτου. Και ας μη γίνονται ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς τις δημόσιες.
Η λύση, επομένως, είναι ο απεγκλωβισμός του κράτους από οικονομικές δραστηριότητες, ο περιορισμός του μεγέθους του κράτους απ' αυτή τη σκοπιά, ώστε να δημιουργηθεί ζωτικός χώρος, προκειμένου να αναπτυχθούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, μείωση της φορολογίας (των πλουσίων), ώστε να κατευθυνθούν τα κεφάλαια σε παραγωγικές επενδύσεις και από τη στιγμή που μειωθούν οι φόροι, αναγκαστικά θα πρέπει να μειωθούν και οι κρατικές δαπάνες.
Αν σε αυτά, προσθέσουμε και την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, τα οποία χωρίς προσκόμματα και άλλα γραφειοκρατικά εμπόδια θα μπορούν να κινούνται κατά μήκος και κατά πλάτος της υφηλίου, σαν τα πουλιά του ουρανού, έχουμε μπροστά μας την πιο επιθετική και ακραία αντιδραστική ιδεολογία που εκφράζει τα συμφέροντα του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Οι εργαζόμενοι σήμερα γνωρίζουν, από την πείρα τους και από τις εφαρμοσμένες πολιτικές που δοκιμάστηκαν στο πετσί τους, ότι πίσω από τη φράση «το κράτος απέτυχε ως επιχειρηματίας» υποκρύπτεται η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης των πάντων: Από τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις δημόσιες υποδομές, έως την ακίνητη περιουσία, τις παραλίες, τους ορεινούς όγκους και την πολιτιστική κληρονομιά. Οτι πίσω από το σύνθημα «λιγότεροι φόροι» υποκρύπτεται η πολιτική της μείωσης της φορολογίας του κεφαλαίου. Οτι με λάβαρο το «λιγότερο κράτος» επιτίθενται στη δημόσια Παιδεία, τη δημόσια Υγεία - Πρόνοια - Κοινωνική Ασφάλιση, εξαθλιώνοντας και διαλύοντας τις ζωές των ανθρώπων.
Ο νόμος της τάσης να πέφτει το ποσοστό κέρδους
Στην πραγματικότητα, η διάκριση και ο διαχωρισμός μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι ψευδεπίγραφος και παραπλανητικός. Περισσότερο από έναν αιώνα τώρα, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, για συγκεκριμένους λόγους, έχουν έλθει «εις σάρκα μία», έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους, και λειτουργούν πλέον ως ενιαίος μηχανισμός. Στην οικονομική ιστορία, το φαινόμενο αυτό περιγράφεται ως σύμφυση του κράτους και των μονοπωλίων, μιας και εμφανίζεται την περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ή ως κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός.
Σε τι αποσκοπούν οι καπιταλιστές από το πάντρεμα του κράτους και του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα; Στο ένα και βασικό πρόβλημα που ταλανίζει τις καπιταλιστικές οικονομίες από την εποχή ακόμα που έγιναν κυρίαρχες στον πλανήτη, τη διαχείριση της αλματώδους ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας, η οποία οδηγεί σε πτώση του ποσοστού του κέρδους και σε επιτάχυνση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τις δύο δηλαδή διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου. Της ανόδου της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας, η οποία έχει σαν συνέπεια, ένα μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων να κατευθύνεται στην αγορά παγίου κεφαλαίου (μηχανές κ.λπ.) και ένα μικρότερο στην αγορά εργατικής δύναμης. Με άλλα λόγια, επέρχεται ανατροπή στη σχέση μεταξύ της ζωντανής εργασίας, η οποία είναι και η μοναδική πηγή παραγωγής της υπεραξίας και της νεκρής, παρωχημένης, η συντελεσμένης εργασίας, η οποία έχει ενσωματωθεί στις μηχανές, στις πρώτες ύλες, στα κτίρια κ.ά., υπέρ της δεύτερης. Αυτό γίνεται αντιληπτό, όταν π.χ. σε μια επιχείρηση που απασχολεί 100 εργαζόμενους, εισάγεται νέος μηχανολογικός εξοπλισμός, που έχει σαν συνέπεια να απολυθούν οι 50 από αυτούς.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, γεγονός που αυξάνει πολλαπλάσια τη μάζα της υπεραξίας που αποσπά ο καπιταλιστής, επειδή η παραγωγικότητα, άρα και η παραγωγή εμπορευμάτων αυξάνεται πολλαπλάσια. Αυξάνεται επομένως και η σχετική υπεραξία που αποσπά ο καπιταλιστής, άρα αυξάνονται και η μάζα των κερδών του και το ποσοστό των κερδών του. Οταν όμως όλοι οι καπιταλιστές ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, τότε το ποσοστό του κέρδους πέφτει ακόμη και αν η μάζα των κερδών αυξάνεται.
Βεβαίως, ο επιχειρηματίας με τους 50 εργάτες μετά την εισαγωγή του νέου μηχανολογικού εξοπλισμού θέλει να αποσπά ολοένα και μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας. Αν π.χ. θέλει να τη διπλασιάσει αυξάνει τις πάγιες επενδύσεις, ώστε να είναι δυνατή η απασχόληση και των 100 εργατών. Αν θέλει να διπλασιάσει και αυτή τη μάζα υπεραξίας που αποσπά με τους 100 εργάτες, θα πρέπει να διπλασιάσει τους απασχολούμενους εργάτες σε 200 και να τετραπλασιάσει τις πάγιες επενδύσεις. Η ταχύτερη αύξηση των επενδύσεων σε πάγιες εγκαταστάσεις, σε σχέση με τα κεφάλαια που διατίθενται για την αγορά εργατικής δύναμης, οδηγεί σε πτώση του ποσοστού του κέρδους. Και τίποτα δεν τρομάζει περισσότερο τους κεφαλαιοκράτες, από ένα μειωνόμενο ποσοστό κέρδους.
Η επιστράτευση του κράτους...
Στο σημείο αυτό, δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι όλη η ιστορία του καπιταλισμού συμπυκνώνεται σε μια συνεχή προσπάθεια ανάσχεσης ή επιβράδυνσης των παραγόντων εκείνων που οδηγούν στην πτώση του ποσοστού του κέρδους. Ματαίως θα λέγαμε...
Δίπλα στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν το 19ο αιώνα, και έχει παρουσιάσει αναλυτικά ο Μαρξ στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου» (σελ. 293 - 304), τον 20ό αιώνα με την εμφάνιση των μονοπωλίων, - τα οποία σηματοδοτούν μία επιταχυνόμενη συσσώρευση και μια εντυπωσιακή άνοδο της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας, άρα και ενδυνάμωση της λειτουργίας του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους - μπήκαν στην εφαρμογή τα μεγάλα μέσα. Είχε σημάνει η ώρα της συνένωσης της δύναμης των μονοπωλίων με αυτήν του κράτους. Μόνο που ο ρόλος που αναλαμβάνει η κάθε πλευρά είναι διακριτός. Στα πλαίσια του ενιαίου πλέον μηχανισμού, το καπιταλιστικό κράτος καλείται να λειτουργήσει σαν αμορτισέρ, να απορροφά δηλαδή τους κραδασμούς που δημιουργούνται στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα. Το κράτος δεν περιορίζεται στην οργάνωση των γενικότερων όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά επεμβαίνει ενεργά και στον οικονομικό κύκλο, και μέσα από τα προγράμματα κρατικών προμηθειών υπογράφει συμβάσεις με μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους στο χώρο των κατασκευών, της αγοράς μηχανολογικού εξοπλισμού κ.λπ. Μέσα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τους αποκαλούμενους αναπτυξιακούς νόμους, χρηματοδοτεί τις επενδύσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων, κάτι που έγινε περισσότερο φανερό την περίοδο υλοποίησης των κοινοτικών χρηματοδοτικών πλαισίων, όπου δεκάδες δισ. ευρώ κατέληξαν στα θησαυροφυλάκια των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Στις περιόδους που ο καπιταλισμός εισέρχεται στη φάση της κρίσης, το καπιταλιστικό κράτος αναλαμβάνει το κόστος των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, τις οποίες και κρατικοποιεί, και αφού τις «εξυγιάνει», τις παραδίδει «καθαρές» και πάλι στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνέστησε τον «Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων», στον οποίο είχαν υπαχθεί δεκάδες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά και σήμερα, με την κρατική στήριξη, ύψους εκατοντάδων δισ. ευρώ στις - χρεοκοπημένες ουσιαστικά - εμπορικές τράπεζες. Το καπιταλιστικό κράτος αναλαμβάνει να κάνει επενδύσεις σε υποδομές και σε τομείς όπου, λόγω του μεγάλου μεγέθους των κεφαλαίων που απαιτούνται, δεν είναι σε θέση να τις κάνει ο ιδιωτικός τομέας (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΕΥΔΑΠ, αυτοκινητόδρομοι, σιδηροδρομικό δίκτυο κ.ά.). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμποδίζει σήμερα να παραδώσουν τις δημόσιες υποδομές και τις δημόσιες επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα, όπως πολύ καλά ξέρουμε.
Τα τελευταία 20 χρόνια, μέσα από τις αποκαλούμενες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης που καταρτίζει κεντρικά η ΕΕ, έχουμε καινούργιες μορφές στήριξης των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τα επιδόματα ανεργίας μετατρέπονται σε επιδόματα απασχόλησης, με συνέπεια οι επιχειρηματίες να προσλαμβάνουν εργαζόμενους, τους οποίους όμως πληρώνει ο ΟΑΕΔ μέσω του Κοινωνικού Προϋπολογισμού, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων. Εχουμε, δηλαδή, ιδιωτικές επιχειρήσεις που στήνονται με κρατικό χρήμα, οι εργαζόμενοι σ' αυτές πληρώνονται από το κράτος, ενώ οι επιχειρηματίες λαμβάνουν δάνεια με κρατική εγγύηση. Κατά τα άλλα, ζήτω ο... υγιής ιδιωτικός τομέας της οικονομίας.
Ασύμβατο σχήμα
Η σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό μοιάζει με το γαϊδούρι που φορτώνεται όλο και περισσότερα βάρη (δημόσιος τομέας) και τον αναβάτη, ο οποίος μεταβιβάζει τα δικά του βάρη στο υποζύγιο, για να παραμένει ο ίδιος ελαφρύς και άνετος...
Ετσι πορευόταν ο ελληνικός - αλλά και ο παγκόσμιος - καπιταλισμός τα τελευταία 15 - 20 χρόνια, ώσπου ξέσπασε η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 2007, η οποία επεκτάθηκε στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Καταντάει γελοία η προσπάθεια των αστών οικονομολόγων να δώσουν στην κρίση χαρακτηριστικά που δεν έχει και στην Ελλάδα να την εμφανίσουν σαν «κρίση χρέους», ενώ στην Ιρλανδία σαν «πιστωτική κρίση». Η κρίση ξεσπάει όταν σπάζει σε χίλια κομμάτια η αλυσίδα αξιοποίησης του κεφαλαίου, όταν βραχυκυκλώνεται η παραγωγή υπεραξίας. Πάνω στην παραγωγή της υπεραξίας στηρίζονται όλα. Και η εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους και η εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος. Οταν ο μηχανισμός παραγωγής της υπεραξίας μπλοκάρει (ξέσπασμα οικονομικής κρίσης) τότε τινάζονται όλα στον αέρα. Και οι τράπεζες θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία, και το εμπόριο θα σταματήσει να κινείται, και τα δημόσια οικονομικά θα βουλιάξουν.
Αναφέραμε προηγουμένως ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό κράτος και ιδιωτικός τομέας έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους. Γι' αυτό και η επιχειρούμενη ανασύνταξη της καπιταλιστικής οικονομίας έχει αυτό το διττό στόχο. Και την ανασυγκρότηση του κράτους, και επανενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα, με το μοναδικό τρόπο που γνωρίζουν οι κεφαλαιοκράτες. Αυτό της εξασφάλισης ικανοποιητικού ποσοστού κέρδους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας ισχύουν και τα δύο. Τα αιματηρά προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται από το Μάη του 2010, υπό τη μορφή των μνημονίων, αφ' ενός έχουν στόχο τη «δημοσιονομική εξυγίανση» και αφ' ετέρου την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας... Η «δημοσιονομική εξυγίανση» απαιτεί και την καταστροφή κεφαλαίου (το «κούρεμα» κρατικού χρέους που έγινε, ενώ έχει αναζωπυρωθεί η αντιπαράθεση μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ για την ανάγκη δεύτερου «κουρέματος»), αλλά και την ανηλεή επίθεση σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων με απανωτά φορολογικά μέτρα και περικοπές δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα. Ορισμένα από τα μέτρα εξυπηρετούν και τους δύο αυτούς στόχους. Οι περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο τομέα, αλλά και οι ασφαλιστικές - συνταξιοδοτικές ανατροπές, εξυπηρετούν και τη «δημοσιονομική εξυγίανση» και την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Η άγρια περικοπή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, στόχο έχει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω ενός λεόντειου επανακαθορισμού της σχέσης πληρωμένης - απλήρωτης εργασίας υπέρ της δεύτερης.
Τελειώνει το λάδι...
Η προσπάθεια αντιμετώπισης της συγχρονισμένης κρίσης, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο διεθνής καπιταλισμός, θα μείνει στις μνήμες των ανθρώπων, από τις κόκκινες κηλίδες του αίματος, τα ίχνη των οποίων είναι εμφανή πάνω στις σελίδες των προγραμμάτων λιτότητας.
Και πραγματικά, ο σημερινός καπιταλισμός στάζει αίμα, όπου και αν τον αγγίξουμε. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν και αυτή τη φορά τα καταφέρει να βγει καθαρός και από τη σημερινή κρίση. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε ούτε θετικά, αλλά ούτε και αρνητικά στο ερώτημα αυτό. Αλλωστε, η διαλεκτική των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, έχει σαπίσει όσο δεν πάει άλλο, έχει τόσο πολύ γεράσει, ώστε με κάθε κρυολόγημα που ένας υγιής οργανισμός τον αντιμετωπίζει ανώδυνα, αυτός να χρειάζεται εισαγωγή στην εντατική.
Ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρος, όσο σήμερα, ο πρόλογος του Καρλ Μαρξ στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» - ένα έργο που δημοσιεύτηκε το 1859 - όπου και αναφέρει: «Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή - πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι' αυτό έκφραση - με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης...».
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ